Βασίλης Μάρος. Ένας φοβερός άνθρωπος , μια ζωή σα παραμύθι, ένα τεράστιο έργο που άφησε πίσω του γεμάτο αγάπη και μεράκι. Προς τα τέλη της ζωής του αποφάσισε να μου υπαγορέψει την αυτοβιογραφία του. Καπνίζοντας συνέχεια αφηγόταν και τα μάτια του λάμπανε καθώς ξαναζούσανε στιγμή στιγμή κάθε γεγονός της ζωής του. Ένα φτωχό παιδί που μεγάλωσε και επιβίωσε στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ανέκαθεν είχε τη λατρεία προς την κάμερα και τον κινηματογράφο Τα απογεύματα την έβγαζε στις κινηματογραφικές αίθουσες της εποχής στους σκοτεινούς θαλάμους προβολής κοιτώντας και μαθαίνοντας κάθε λεπτομέρεια. Τα πρωινά δούλευε σε ότι δουλειά μπορούσε να βρει και τα βράδια παρακολουθούσε νυχτερινό σχολείο. Η πιο αγαπημένη του δουλειά ήταν όταν μοίραζε τον πρωινό τύπο στους δρόμους της Αθήνας. Μέχρι που αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή και τότε άρχισαν όλα. Η αρχή μιας λαμπρής πορείας που άφησε ξωπίσω μια λαμπρή κληρονομιά που λίγοι γνωρίζουν και που προς θεού δεν πρέπει να ξεχαστεί. Κάποια στιγμή βρέθηκε ακόμη και σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αυστρία, παιδάκι ακόμη. Τα κατάφερε όμως, επιβίωσε και συνέχισε μέχρι το 2002 όπου ολοκλήρωσε το πέρασμά του από τον πλανήτη και πήρε τη θέση του στην ιστορία και στις μνήμες όλων αυτών που τον αγαπήσαμε πραγματικά. Δεν ολοκληρώσαμε την αυτοβιογραφία Τον τελευταίο καιρό ερχόταν στην αγαπημένη του Ύδρα και καθόταν σε κάποιο από τα μαγαζιά της παραλίας, χαμένος στις σκέψεις του ταξιδεύοντας στο παρελθόν του. Φίλος αγαπημένος παιδικός του Μπάμπη Μωρές και ευτυχώς είχα την τιμή να είναι και δικός μου. Ας είναι καλά και γαληνεμένη η ψυχή του όπου κι αν βρίσκεται. Κι ας μη ξεχνάμε. Ας μη ξεχνάμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που πέρασαν και έδωσαν και χάρισαν με μια ψυχή καθάρια , παιδική. Όλες οι εποχές στους χρόνους των ανθρώπων δύσκολες ήταν, μα η δύναμη το πείσμα και η καρδιά τους σταθήκαν δυνατότερες. Όπως πριν , όπως τώρα όπως πάντα θα είναι ....
"Βάρος απίστευτο
σε πλάτες απιθωμένο απάνω
σε πλάτες που νομίσανε χωλές, αδύναμες, ασθενικές
Κι όμως κρατήσαμε
πιότερο παλικάρια κι απ' τους άντρακλες
και προχωρήσαμε με το κεφάλι μας ορθό και τη ψυχή καθάρια
Κι αν ζήσουμε, ή φύγουμε, ή έχουμε, ή κλάψουμε, ή πικραθούμε, ή γελάσουμε
δεν έχει σημασία ιδιαίτερη
Είναι το μόνο που μετράει η ένταση που νιώσαμε
Το πόσα δώσαμε, χαρίσαμε, σκορπίσαμε
Πόσα εγώ θυσιάσαμε σ' αμέτρητων ειδών βωμούς
Είναι το πόσο αγαπήσαμε
Το πόσο αγαπήσαμε μονάχα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου