Η βία υπήρξε το κυρίαρχο διακριτικό γνώρισµα των όσων συνέβησαν κατά τις πρώτες ηµέρες του Δεκεµβρίου 1916, στην Αθήνα. Προσέλαβε ποικίλες µορφές: ένοπλη αντιπαράθεση, άσκηση σωµατικής και ψυχολογικής πίεσης µε ανθρώπινα θύµατα και µεγάλης έκτασης υλικές ζηµιές. Συνέδραµε στην κατάφωρη παραβίαση στοιχειωδών συνταγµατικών δικαιωµάτων σε ατοµικό και συλλογικό επίπεδο, αλλά και θεµελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου. Τέλος, στιγµάτισε µια από τις πλέον δραµατικές σελίδες του αποκαλούµενου εθνικού διχασµού, συµβάλλοντας στην όξυνση των πνευµάτων και στη διαιώνιση των πολιτικών παθών.
Η κρίση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα: εσωτερικό και διεθνές. Άλλωστε, σε αυτήν ακριβώς τη συγκυριακή επικάλυψη ανάµεσα σε ετερογενή φαινόµενα (ελληνικές πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις - διεξαγωγή του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου) οφείλονται οι εκρηκτικές και ανεξέλεγκτες διαστάσεις, τις οποίες προσέλαβε γενικότερα το Ελληνικό Ζήτηµα των ετών 1914 - 1918. Η αντιπαράθεση µεταξύ δύο διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, µε αντικείµενο τον έλεγχο και την άσκηση της εξουσίας, πήρε, προς στιγµήν, την απατηλή µορφή µιας διαφοράς γύρω από τη στάση της χώρας έναντι του πολέµου. Το δισυπόστατο της όλης υπόθεσης κυριάρχησε και στη συγκεκριµένη περίπτωση των γεγονότων του Δεκεµβρίου. Εποµένως, είναι δύσκολο να επιχειρήσει κανείς να διαχωρίσει τα συστατικά στοιχεία ενός συµπαγούς συνόλου και να τα εξετάσει αυτοδύναµα. Ίσως να ήταν και ανώφελο, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποδυναµωθεί η γενική εικόνα του φαινοµένου. Ωστόσο, είναι αδύνατη η αποφυγή αναφοράς σε επιµέρους πτυχές του τελευταίου.
Το είδος και η έκταση των εκτρόπων είναι η πρώτη από αυτές. Ανεξαρτήτως προέλευσης και ευθύνης, τα όσα διαδραµατίστηκαν κατά τις πρώτες ηµέρες του Δεκεµβρίου προβληµατίζουν. Ένα επαναλαµβανόµενο, την εποχή εκείνη, γεγονός (η ικανοποίηση των όρων ενός ακόµη Συµµαχικού τελεσιγράφου) λειτούργησε ως µοχλός απελευθέρωσης ενέργειας, συσσωρευµένης ήδη από καιρό. Έτσι εξηγούνται το µέγεθος της έντασης, αλλά και η έκταση που προσέλαβε αυτό το πρωτοφανές, για τα ελληνικά δεδοµένα, ξέσπασµα. Ένα ξέσπασµα, το οποίο χαρακτηρίζει ανεξαιρέτως όλα τα εµπλεκόµενα µέρη, βενιζελικούς, αντιβε-νιζελικούς και Συµµάχους. Η αλαζονεία, το εκδικητικό µένος, η επίδειξη ισχύος και οι ενέργειες υπονόµευσης των θεσµών και των κανόνων της διεθνούς τάξεως, αποτελούν κοινό τόπο µεταξύ των διαφόρων πλευρών. Η επιµέρους κατανοµή κατά περίπτωση είναι απλό θέµα δοσολογίας. Επάνω σε ένα τέτοιον καµβά, είναι άραγε σκόπιµο να αναζητηθούν και να κατανεµηθούν ευθύνες; Δεν είναι αυτή η αποστολή ενός ιστορικού µελετητή. Παρά ταύτα, η ενδελεχής ανάγνωση του αξιοποιήσιµου υλικού οδηγεί, αναπόφευκτα, στη συναγωγή ορισµένων συµπερασµάτων. Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι το επίσηµο ελληνικό κράτος ένιωθε απειλούµενο. Ήδη από το καλοκαίρι του 1916, η ολοένα και περισσότερο παρεµβατική συµπεριφορά των χωρών της Συνεννοήσεως είχε οδηγήσει σε µια σταδιακή αποδυνάµωση του δηµοσίου µηχανισµού και του στρατεύµατος. Επρόκειτο για µια καθ’ όλα ταπεινωτική κατάσταση για ένα κυρίαρχο κράτος.
Η επαναστατική διάσταση του βενιζελικού κινήµατος ενέτεινε την ανασφάλεια της κυβέρνησης της Αθήνας. Η τελευταία οδηγήθηκε σε σηµείο να αντικρούσει δυναµικά µια πρωτοβουλία των Συµµάχων (την επιβολή των όρων του τελεσιγράφου περί παράδοσης των συστοιχιών), η οποία στόχευε στην κατάλυση και του τελευταίου ίχνους της ελληνικής κυριαρχίας. Το έπραξε, διαθέτοντας δύο σηµαντικά πλεονεκτήµατα έναντι των αντιπάλων της: τη στρατιωτική υπεροχή και την καλύτερη γνώση του χώρου. Επιπλέον, είχε προς στιγµή και την τύχη προς το µέρος της, καθώς το Συµµαχικό τελεσίγραφο συνέπεσε χρονικά µε την προέλαση του γερµανικού στρατού στη Βαλκανική. Συνεπώς, τον Δεκέµβριο του 1916, η αντιβενιζελική παράταξη, επιχειρώντας να αξιοποιήσει µια στιγµιαία ευνοϊκή για την ίδια συγκυρία, έπαιξε συνειδητά το τελευταίο της χαρτί. Υπό αυτό το πρίσµα, η επίσηµη εκδοχή περί χρήσης του δικαιώµατος αυτοάµυνας έναντι µιας κατάφωρης προσβολής της υπόστασης του ελληνικού κράτους δεν στερείται λογικής βάσης.
Όµως, σε εξίσου (εάν όχι και περισσότερο) οριακό σηµείο βρισκόταν την ίδια εποχή και η βενιζελική πλευρά, η οποία βίωνε στιγµές υπαρξιακής αγωνίας. Το κίνηµα της Εθνικής Άµυνας και ο σχηµατισµός της Προσωρινής κυβέρνησης, λίγους µήνες πριν από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα. Παρά τις καταγγελίες περί αντισυνταγματικών ενεργειών των Ανακτόρων, εκείνο που κινούνταν εκτός συνταγματικού πλαισίου ήταν το ίδιο το βενιζελικό κίνημα. Το στοιχείο δε, το οποίο είχε φέρει τους κύκλους της Θεσσαλονίκης στο χείλος της απόγνωσης, ήταν ο δισταγμός και ο προβληματισμός των χωρών της Συνεννοήσεως. Η ύπαρξη του κινήματος ήταν συνυφασμένη με την αμέριστη συμπαράσταση των τελευταίων, κάτι που, δυστυχώς, δεν συνέβαινε. Υπό αυτές τις συνθήκες, μοναδική ελπίδα αποτελούσε μια αμετάκλητη ρήξη των ελληνοσυμμαχικών σχέσεων. Έτσι εξηγούνται και οι προνομιακές σχέσεις, που οι κύκλοι της Θεσσαλονίκης καλλιέργησαν συστηματικά με την πλέον ακραία και προκλητική πτέρυγα της Συμμαχικής παράταξης, εκείνη των μυστικών υπηρεσιών.
Κατόπιν τούτων, το ερώτημα φαντάζει αναπόφευκτο. Τον Δεκέμβριο του 1916, μέσα στους δρόμους της Αθήνας καταπνίχθηκε εν τη γενέσει της μια βενιζελική συνωμοσία; Η απάντηση δεν είναι απλή. Μέσα από το αρχείο της Μεικτής Επιτροπής Αποζημιώσεων αναδύονται στοιχεία, τα οποία συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας εκδοχής, καθώς αποτελούν αποχρώσες ενδείξεις. Ωστόσο, μια συνωμοσία αυτού του είδους, εάν πράγματι υπήρξε, βρισκόταν ακόμα σε προκαταρκτικό στάδιο και δεν συνιστούσε ουσιαστική απειλή για τις αρχές της Αθήνας. Απλούστατα, η κυβερνητική παράταξη εκμεταλλεύθηκε την υπεροχή της, προχωρώντας σε προληπτικής μορφής εκκαθαριστικές ενέργειες σε βάρος των πολιτικών της αντιπάλων.
Το πρόσχημα προσέφεραν απλόχερα οι ίδιοι οι Σύμμαχοι, με την αλόγιστη πρωτοβουλία τους να ανοίξουν στην ελληνική πρωτεύουσα ένα μέτωπο, το οποίο δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν. Στην περίπτωση, οι δυνάμεις της Συνεννοήσεως έπεσαν θύματα της υπεροπτικής τους συμπεριφοράς, της υποτίμησης του αντιπάλου και της έλλειψης συντονισμού που διέκρινε την εν γένει δραστηριότητα των διαφόρων υπηρεσιών τους. Άλλωστε, για αυτόν ακριβώς τον λόγο υπήρξαν εκείνες που εξεπλάγησαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο από την τροπή των πραγμάτων. Συνηθισμένες να υπαγορεύουν τα αιτήματά τους από θέση ισχύος και να τα βλέπουν να ικανοποιούνται, δεν υπολόγισαν ότι με το τελεσίγραφο της 16ης Νοεμβρίου και τη συνακόλουθη απόβαση στρατιωτικών δυνάμεων στον Πειραιά, είχαν υπερβεί το όριο ασφαλείας. Βέβαια, κατά τις ημέρες που προηγήθηκαν των συμβάντων, εκφράσθηκαν ανησυχίες από την πλευρά ορισμένων κύκλων, όπως, λ.χ., του περιβάλλοντος της γαλλικής πρεσβείας. Ωστόσο, και εκείνοι λειτούργησαν περισσότερο ως παθητικοί θεατές ενός δαιμόνιου μηχανισμού, ο οποίος αναπτυσσόταν και οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση. Η στιγμιαία σύγκλιση όλων των παραπάνω παραμέτρων είχε ως συνέπεια να βιώσει η Αθήνα πρωτόγνωρες καταστάσεις, με γνωρίσματα εμφυλίου σπαραγμού, εφάμιλλες εκείνων που έμελλε να υποστεί κοντά τριάντα χρόνια αργότερα. Υπό αυτήν την έννοια, οι πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου αναδείχθηκαν διαχρονικά σε μοιραία εποχή για την ελληνική πρωτεύουσα. Η αξιολόγηση του έργου της Μεικτής Επιτροπής Αποζημιώσεων έχει ήδη γίνει στο αρμόδιο κεφάλαιο. Όμως, θα ήταν παράλειψη να μην τονισθεί, εκ νέου, η σημασία του αρχείου της τελευταίας για τη μελέτη σε βάθος των γεγονότων του 1916. Η επιτροπή, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλε προκειμένου να λειτουργήσει αμερόληπτα, δεν απέφυγε να υποκύψει στην πολιτική σκοπιμότητα. Κάτι τέτοιο ήταν επόμενο, από τη στιγμή κατά την οποία ως όργανο του ελληνικού κράτους κλήθηκε να διαχειρισθεί μια εξαιρετικά λεπτή υπόθεση, με νωπά ακόμα τα σύνδρομα του πρόσφατου παρελθόντος. Ωστόσο, έχοντας απόλυτη συναίσθηση των ευθυνών και της αποστολής της, συνεργάσθηκε αρμονικά με τη βενιζελική διοίκηση, όχι όμως ως πειθήνιο όργανο της τελευταίας. Μέσα από το δύσκολο έργο της ανέδειξε τα γεγονότα ως ανθρώπινο βίωμα, υπενθυμίζοντας, παράλληλα, ότι η ταλαιπωρία, ο πόνος και ο σπαραγμός ουδέποτε άλλοτε αγγίζουν τόσο δραματικά μεγέθη, παρά μόνον όταν εξιστορούνται με τον απλούστερο τρόπο, από εκείνους που τα έχουν υποστεί.
* Τα γεγονότα που αναφέρονται ως «Νοεμβρια-νά», με το νέο ημερολόγιο που επικράτησε την περίοδο του μεσοπολέμου… συνέβησαν τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου.
Πηγή: Γιάννης Μουρέλας
Τα «Νοεμβριανά» του 1916
Εκδόσεις: Πατάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου