Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Εδώ γεννήθηκε η ομορφιά κι η Δόξα

Την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1982, Πέμπτη βράδυ 7:30 η εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης "Εδώ γεννήθηκε η Ευρώπη" φιλοξενεί τον μεγάλο ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα ο οποίος και ως πρωτομάστορας και στον λόγο ξεδιπλώνει την ψυχή του και περιγράφει τι σημαίνει Ύδρα:


Υδραίος από τη μητέρα μου εγώ γνώρισα την Ύδρα από μικρός όταν οι γονείς μου πήγαιναν εκεί το καλοκαίρι.  Αργότερα έπαψα να πηγαίνω κι εγώ.

Σπούδαζα στην Ευρώπη.  Όταν ξαναγύρισα στην Ύδρα το 1930 επειδή με τραβούσαν μακρινές αναμνήσεις, βρήκα το μεγάλο σπίτι των Γκίκα μισοερειπωμένο, η στέγη έτρεχε, οι ταράτσες ήταν βουλιαγμένες, τα παραθυρόφυλλα ξεχαρβαλωμένα, οι τρεις στέρνες άδειες σχεδόν, το αρχαίο σπίτι έμοιαζε βουτηγμένο σε μια αρχέγονη σιωπή.  Οι σάλες με τα σκαλιστά ταβάνια, οι διάδρομοι με τις ξύλινες σκαλιστές μουσάντρες, τα σκοτεινά δωμάτια, οι θεόψηλες μάντρες, γύρω γύρω τείχη όλα μου θύμιζαν αμυδρά αισθήσεις παλιές, οσμές και χρώματα και ξανάβρισκα ένα ένα τα παιδικά μου χνάρια, προσεκτικά, με περίσκεψη, μέσα σε λαβυρινθώδεις χώρους.  Μου φαινόταν σαν κάποιο μυστήριο να φώλευε κάπου, αλλά και ολόκληρη η πολιτεία κάποτε σιωπηλή σαν μου φαινόταν βουτηγμένη στη σιωπή του παραμυθιού. 

Από κάτω μακρυά στη παραλία ακουγόταν καμιά κραυγή στριγκιά, διαπεραστική, μακρόσυρτη, που φώναζε επίμονα ένα όνομα εντείνοντας έτσι το αίσθημα της μοναξιάς.
Των σπιτιών τα παντζούρια κλειστά πάντοτε, οι πόρτες αμπαρωμένες, άνθρωποι δεν συναντιόντουσαν στα σοκάκια, αν κανένας ανέβαινε τα ατελείωτα σκαλοπάτια από το λιμάνι δεν χαιρετούσε, μόνο κατέβαζε το κεφάλι και κρατούσε τα χέρια στη πλάτη.  Ίσως στις αναμνήσεις αυτές να οφείλεται ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινα πλάσματα στα τοπία της Ύδρας που ζωγράφισα τότε.  Τα έργα μου της εποχής εκείνης είναι σαν σιωπηλές συμφωνίες από γεωμετρικά σχήματα και φωτεινά χρώματα.  Είναι αφηρημένες αρχιτεκτονικές συνθέσεις όπου συνδυάζονται κομμάτια από βράχους, σπίτια, τοιχοδομίες, σκαλοπάτια, μαντρότοιχοι, ουρανός, θάλασσα και όπου τα κινούμενα στοιχεία είναι πουλιά, σύννεφα και χαρταετοί.  Δηλαδή αντίθεση του βάρους της πέτρας και της ελαφρότητας του φτερού, της γήινης ακινησίας και της πνοής του ανέμου.

Πρωτύτερα ή αργότερα όταν το φως  ήταν μαλακότερο φαινόντουσαν τα χρώματα τα βαψίματα σε όλη τους τη λαμπρότητα τα μαβιά, οι ώχρες, τα τριαντάφυλλα στους τοίχους, τα σταχτιά στα παντζούρια, τα λαχανιά, τα γαλάζια, το μίνιο που στις ταράτσες χώριζε τις πλακοστρώσεις με σταυρωτές κορδέλες για να μην περνάει το νερό μες στους αρμούς.  Και όταν ο φωτισμός ήταν πλάγιος, έβλεπες τις παραμικρές λεπτομέρειες την διαφορετική υφή κάθε υλικού, τους σοβάδες με τα διασταυρούμενα ίχνη του μυστριού, ή με τα εξαίσια αρμολόγια τα πέτρινα ντουβάρια, τις ξερολιθιές, τους τσατμάδες, τα μπαγλατιά, τα χαλίκια και τα κουρασάνια.

Το σούρουπο, την ώρα που χάνεται ο ήλιος αφήνοντας μια αμυδρότατη πρασινωπή ταινία ορίζοντα ζωντανεύουν έξαφνα όλα τα χρώματα και από μουντά γίνονται βαθιά κεκορεσμένα από φωτιά και λαύρα και αναδίνουν μια καυτή ανταύγεια και ταυτόχρονα τα νερά γίνονται πελιδνά σαν τα ουράνια.  Δίπλα σ΄αυτά παράλληλα με τον κόσμο αυτό των αισθήσεων ήταν και ο μυθικός μου κόσμος κι αν τώρα έμοιαζε μισοσβησμένος εκτός εποχής και χρόνον την ιστορία του κάθε πέτρα την διαλαλούσε.  Είχε υφάνει ένα τεράστιο ζωγραφικό φόντο από μπρισίνιμι ολοκέντητο με χρυσή και αργυρή κλωστή. 


Και  η κάθε μορφή ήταν ανάγλυφη βαριά στολισμένη με σταυροβελονιές απάνω του ήταν όλα καταγραμμένα ένα προς ένα ορθά κοφτά οι νόμοι, το σύστημα, οι πράξεις, σα  λαξευμένες στο βράχο πρόβαλαν αδρές μορφές αγωνιστών προκρίτων ναυτών, μπουρλοτιέρηδων.  Πρόβαλλαν ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Γιακουμάκης Τομπάζης, ο Λάζαρος και Γεώργιος Κουντουριώτης, οι Θοδωρής και Γιάννης Γκίκας, ο Τσαμαδός, ο Κριεζής, ο Οικονόμου με λάβαρο ο μπας Κοτσάμπασης Γεώργιος Βούλαρης και  αίματα, Υδραίκικα , Μπαρμπερίνικα, Τούρκικα, και σημαίες Ρωσικές, Οθωμανικές, Ελληνικές, Αυστριακές πότε η μια πότε η άλλη ανάλογα με τις περιστάσεις, ανάλογα με τους κινδύνους.

Πότε ο Καπουδάν Πασάς πότε ο Βελής από το Τεπελένι, πότε ο Σινιάβις ναύαρχος του Τσάρου, πότε ο Λάμπρος Κατσώνης, ο Νέλσων, ο πρόξενος της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας, της Ιονίου Πολιτείας και οι περιηγητές.  

Και τώρα φαινόντουσαν στο μεγάλο καμβά της Ύδρας τα καράβια, τα μικρά και άγαρμπα στην αρχή που τα κορόιδευαν όσοι τα έβλεπαν τα τρεχαντήρια σε λίγο φιαγμένα κι αυτά επί τόπου εκ των ενόντων από τους πρόσφυγες κατατρεγμένου Αλβανούς τους κυνηγημένους από τους Τούρκους παντού, ύστερα τα Λατινάδικα και κατόπιν τα Σαχτούρια.

Με αυτά άρχισαν κι όλα  ν' αλωνίζουν την άσπρη θάλασσα απ' άκρου σ' άκρον και γρήγορα τόλμησαν να φουντάρουν στην Αλεξάνδρεια, στη Σμύρνη, στην Οδησσό στην Βενετία, στην Μαρσίλια, στην Ισπανία στην Αμερική.

Το πρώτο μεγάλο πλοίο εκατό τόνων εναυπηγήθη το 1745, τότε πολλάκις γολέτες, σκούνες με το λιγερό σουλούπι το  μακρόλιγνο και τα τρικάταρτα θεόρατα ιστία.


Λένε πως οι Υδραίοι καπετάνιοι είχαν συναντήσει στη Μαρσίλια και αλλού καράβια από το νέο κόσμο και είχαν απορήσει και θαυμάσει την καταπληκτική τους ταχύτητα. Πράγματι κείνα ήτανε έτσι σχεδιασμένα για να αποφεύγουν να ξεγλιστρούν και να ξεφεύγουν από τα βαριά και ογκώδη Βρετανικά πολεμικά καταδρομικά που περιπολούσαν αδιάκοπα στις δυτικές ακτές της Αφρικής, προσπαθώντας να σταματήσουν το λαθρεμπόριο των σκλάβων, αφ΄ότου το Αγγλικό Κοινοβούλιο κατήργησε επισήμως τη δουλεία. Ο Μιαούλης σκάρωσε το πλοίο του στη Βενετία.  Στην αρχή ταξιδεύοντας στις ανοιχτές θάλασσες χωρίς χάρτες και χωρίς πυξίδα και οι ξένοι απορούσαν με την τόλμη τους.  Κάποιος ξένος τον ρώτησε τι ήταν αυτές οι βούλες απάνω στο χάρτη, στάζω κερί του είπε εκεί που θέλω να σημαδέψω την πορεία μου γιατί δεν ξέρω γράμματα.  Σε λίγο είχαν στην Ύδρα σχολεία Ελληνικά και ναυτική σχολή με ξένους καθηγητές, Ιταλούς και Πορτογάλους που δίδασκαν ναυσιπλοΐα, ναυπηγική , γεωγραφία και τους διεθνείς κανόνες της θάλασσας.



Από τα αμύθητα κέρδη της ναυτιλίας εκτίσθησαν τα μεγάλα αρχοντικά , κάποτε με αρχιτέκτονες από τη Γένοβα της Ιταλίας.  Τα έπιπλα της βιβλιοθήκης τα βιβλία και τα καλλιτεχνήματα έφερναν από τη Γαλλία.  Άλλοτε ο αέρας έφερνε μυρωδιές και ήχους μετακινούσε τα πουλιά και σκεύη και έφερνε μες την κάμαρα ολόκληρο το τοπίο.

Ένας Σμυρνιός καραβοκύρης όταν έφτασε στην Ύδρα και είδε τους βράχους και την ξεραΐλα ρώτησε πονηρά , όταν πεθάνει κανένας που τον θάβετε? Και στην γνωστή απορία, τι παράγει ο τόπος , ιδού η απάντηση:  " Ναυάρχους, Πρωθυπουργούς και αστακούς"

Πηγή: Η φωνή της Ύδρας από το αρχείο του Μπάμπη Μωρές

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

metamarks