ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Με καταγωγή από την Ύδρα, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στην Αθήνα και ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του '21 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη.
Ο Γεώργιος Σαχτούρης (1783-1841) ήταν αγωνιστής του 1821 και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.Γεννήθηκε στην Ύδρα και ασχολήθηκε με τις ναυτικές δραστηριότητες. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1821 και συμμετείχε σε πολλές ναυμαχίες όπως αυτές των Πατρών, Σπετσών, Γέροντα, Σάμου κ.α. Επίσης συμμετείχε και στην επιχείρηση της Αλεξάνδρειας. Με την έλευση του Καποδίστρια διορίστηκε αρχηγός της μοίρας των ακτών της Μεσσηνίας. Γρήγορα όμως τάχθηκε με τους αντιπολιτευόμενούς του.Με τον ερχομό του Όθωνα κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό, έφθασε μέχρι τον βαθμό του αντιναυάρχου, ενώ διετέλεσε και διοικητής του πολεμικού ναυστάθμου του Πόρου.Απεβίωσε στην Ύδρα το 1841 και παιδιά του είναι οι: Δημήτριος, Κωνσταντίνος και Μιλτιάδης Σαχτούρης. Δισέγγονός του είναι ο Μίλτος Σαχτούρης.
Το 1937 εγγράφηκε με προτροπή του πατέρα του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά μετά το θάνατό του την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην ποίηση.
Δεν άσκησε ποτέ του κανένα βιοποριστικό επάγγελμα και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν απόκτησε οικογένεια.
Οι γονείς δίσταζαν να δώσουν το χέρι της κόρης τους στον γαμπρό Μιλτιάδη Σαχτούρη.
«Όχι, γιατί ποιητής δεν είναι επάγγελμα» του έλεγαν και του έκλειναν την πόρτα.
Το 1943 γνωρίστηκε με τον Nίκο Eγγονόπουλο, μια συνάντηση που στάθηκε καθοριστική για τον ποιητή Σαχτούρη.
Τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με ποίημά του στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα».
Τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».
Ο Σαχτούρης είναι ποιητής του κλειστού χώρου, αντιηρωικός, εκφραστής και απολογητής της κατακερματισμένης και καθημαγμένης ανθρώπινης ύπαρξης.
Απορρίπτει την παραδοσιακή γραφή και στρέφεται στον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό. Διαφοροποιείται από τους σύγχρονους ομοτέχνους του, επειδή οικοδομεί το έργο του με εφιαλτικές εικόνες και σύμβολα, που πλησιάζουν περισσότερο τον εξπρεσιονισμό.
Υπερτονίζει το παράλογο, ενώ από τον Υπερρεαλισμό από τον οποίον ξεκίνησε, κρατά τη φαντασία και την παραίσθηση, όχι όμως και τη συνειρμική εκφορά του λόγου.
Είναι ποιητής του ατομικού άγχους, αλλά μέσα στο έργο του είναι διάσπαρτος ο απόηχος του άγχους μιας ολόκληρης εποχής.
Κι όμως, η ποίησή του δεν είναι απαισιόδοξη.
Ο δημιουργός της ομολογεί «Πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό».
Έργα του έχουν μεταφραστεί στη γαλλική, αγγλική, ιταλική, γερμανική, πολωνική και βουλγαρική.
Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τους Μάνο Χατζιδάκι, Αργύρη Κουνάδη, Γιάννη Σπανό, Κυριάκο Σφέτσα και Νίκο Ξυδάκη.
Ο Μίλτος Σαχτούρης έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005.
> Όταν πέθανε ο πατέρας μου το ’39 και ξέσπασε ο πόλεμος του ’40, πήρα και έκαψα όλα τα πανεπιστημιακά μου βιβλία. Είπα: «Τέρμα η Νομική!». Τα ’καψα, τρόπος του λέγειν. Τα πιο πολλά τα πούλησα. Ή τα αντάλλαξα με γαλλικά βιβλία: συλλογές ποιημάτων και άλλα. Το Διεθνές Δίκαιον, θυμούμαι, με ένα Λαρούς. Και έκτοτε δόθηκα απερίσπαστος, χωρίς αναστολές, στην ποίηση.
>>Τα ποιήματά μου εγώ δεν τα γράφω κομματιαστά. Ούτε τα ανακαλύπτω σιγά-σιγά. […] μου ξεπηδάνε από μέσα μου μονοκόμματα. Καμιά φορά δύσκολα, αλλά ολόκληρα. Άλλη ιστορία, αν μερικά τα παιδεύω και βδομάδες ολόκληρες, από δω και από κει. Είχα ταξιδέψει, θυμάμαι, ένα καλοκαίρι εκδρομή με τη Γιάννα <Περσάκη – ζωγράφο, σύντροφο βίου του ποιητή>. Εγώ κλείστηκα και δούλευα τρία ποιήματα μαζί […]. Και τα τρία ταυτόχρονα. Ούτε κατάλαβα αν πήγα και πού πήγα εκδομή: Αίγινα; Πόρος;
>>> Για τα χρώματα, που αναφέρονται συχνά στα ποιήματά μου. Ιδίως το μαύρο και το κόκκινο του αίματος, το χρώμα της ζωής και των ημερών μου. Μα την αίσθησή τους την είχα από πάντοτε μέσα μου. Από δώδεκα χρονών άρχισα και ζωγράφιζα. Τα είδε μια μέρα ο πατέρας μου, δικαστικός αυστηρός που με προόριζε για τα νομικά, και τα ’σκισε: «Τι! Ζωγράφος θα γίνεις…», μου είπε.
>>>> Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες αφρικάνικες. Με μάσκες ζώων και προγόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος. Όπως συμβαίνει απαράλλαχτα και με τις μάσκες των ιθαγενών.
>>>>> Τον ποιητή τίποτε δεν τον εγγίζει, ούτε ο χρόνος. Γιατί έχει μέσα του το παιδικό, το γεροντικό και το δαιμονικό συγχρόνως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου