Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

ΟΛΗ Η ΣΤΟΡΓΗ ΑΝΗΚΕΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΔΡΑΝ. ΟΛΗ ΜΟΥ ΔΕ Η ΨΥΧΗ ΕΥΧΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΔΙΑΠΥΡΟΣ ΝΑ ΦΥΛΑΤΤΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ
9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1855- 22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1935


«Και την ψυχή, μωρέ, την ψυχή πού τη βάζετε;
Μήπως νομίζετε ότι οι παππούδες μας του Εικοσιένα
έκαναν τέτοιους λογαριασμούς;
Με την ψυχική υπεροχή ενίκησε πάντοτε το Έθνος μας
και με αυτήν θα νικήσωμεν πάλιν»!

 

O γραμματικός του Παύλου Kουντουριώτη, I. M. Παναγιωτόπουλος, γράφει για τον ναύαρχο:
 
H YΔPA είναι δεμένη στη θύμησή μ0υ μ’ ένα πρόσωπo, μ’ έναν άνθρωπo, πoυ θα μπoρoύσε να έxει υπάρξει μέσα στο Eικοσιένα και που φαινόταν σαν αργοπορεμένος μέσα στους καιρούς μας. Eννοώ τον Παύλο Kουντουριώτη, το ναυμάχο των Βαλκανικών πολέμων.  H τύχη μ’ έφερε, στα πρώτα μου νιάτα, σιμά του. Tότε, που έγινε ο ξερριζωμός, που μαυροφόρεσαν τα μικρασιατικά περιγιάλια και που πλήθος πολύ, λαός αμέτρητος, κατατρεμένος, ορφανεμένος, πεινασμένος, γυμνός, ένας «ρακενδύτης» λαός, ήρθε, μ’ όποιο τρόπο  μπόρεσε, να ζητήσει καταφυγή κι αποκούμπι  στην άλλη πατρίδα, στην πατρίδα, που πήγε να σώσει και να σώσει δεν μπόρεσε.  Θυμούμαι ακόμα τόν επαναστάτη  στρατό, τον αρχηγό τον ηλιοκαμένο, να επιστρέφουυν, καθώς οι αποκαμωμένοι «μύριοι» του Ξενοφώντα, περνώντας από  τη Xιό, στους δρόμους της Aθήνας, μ’ ένα χαρτάκι συλλογής στο μέτωπο.

Η όψη του ήταν γαληνεμένη και αποφασιστική. Άνθρωπος αρσενικός, από κορφή ίσαμε νύχια, διατηρούσε το αρχαίο ήθος, τη λεβεντιά, που ήταν γεμάτη τόλμη και πνεύμα θυσίας, και δεν ήξερε μήτε να συμπεριφέρεται "αιμυλίοισι λόγοισι" καθώς θάλεγε ο ποιητής , μήτε να καμώνεται πως τα στραβά δεν τα νιώθει, μήτε να συναλλάζεται με τους κακόπιστους.  Ίσιος και αλύγιστος, ψυχή και κορμί.  Το μυαλό του δούλευε γοργά και καθάρια, κι έδινε στον καθένα την απόκριση που του ταίριαζε.  Μα τα μάτια του ήταν τόσο απονήρευτα , τόσο παιδιάστικα, φωτισμένα από τόσο φως καλοσύνης, που δε μπορούσες να του αντισταθείς κι ένιωθες τον ευατό σου γυμνό, σαν αποκτούσες την πονηριά και τη μικροπρέπεια.
 Θαλασσινός από γενιές πολλές και πολυφημισμένες, έφερνε τον αγέρα της θάλασσας όπου κι αν λάχαινε.  Λιγομίλητος και κατά τα φαινόμενα τραχύς, πλασμένος από πέτρα ακροπελαγίσια, ξανάστηνε μέσα σου την ανθρωπιά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.  Άνοιγε την όρτα του το πρωί, σμάριαζε στην ψηλή μαρμάρινη σκάλα, από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι, από κεφαλόσκαλο σε κεφαλόσκαλο, η προσφυγιά.  Σ’εκείνο το σπίτι της οδού Νικοδήμου.  Η πρώτη του ατίδραση ήταν βίαιη.  Τι συμμαζώνονταν εκεί πέρα τόσοι πολλοί, γυναίκες με σκισμένα φουστάνια, με τα μωρά στην αγκαλιά, γέροι άκουροι κι αχτένιστοι, ντυμένοι δέρμα χαρακωμένο...Και σαν τον άκουγε τον κόσμο τούτο να ξεστομίζει αλλόκοτα και σαν πολύ περιποιημένα και σαν γαλίφικα τα ελληνικά, η αρβανίτικη ψυχή του ξεθηκάρωνε την αντίρρηση.  Φρούμαζαν τα άσπρα του μεγάλα μουστάκια κι άνοιγε τόπο ανάμεσα στους πεσμένους κατάχαμα στα σκαλιά, να περάσει, να φύγει.  Και τότες ήταν που το θάμα γινόταν μέσα του και ξαστέρωνε η καρδιά του και η συμπόνια ανάβρυζε ανεβάσταγη κι ένιωθες πως ο δέντρος εκείνος ο αρχαίος, εκείνο το μεσιανό καταρτι του τρικάταρτου μπάρκου καταπλημμυρούσε από πατρική στοργή κι έβανε  κ’ έγραφον ονόματα και τον φρόντιζε τον καθένα καθώς γονιός δε φρόντισε ποτέ το κατατρεγμένο παιδί του. 
Μέ έβαζε να του διαβάζω το Μεγαλέξαντρο από την ιστορία του Ντρόιζεν και πολλά δεν τα καταλάβαινε –η έκδοση του Μαρασλή τιμούσε την απόκρημνη καθαρεύουσα, την αρχαϊζουσα – και καθόμουν νεαρός φοιτητής, να του τα ξεδιαλύνω.  Και το πρόσωπό του, καθώς του τα ξεδιάλυνα γλύκαινε, όλο γλύκαινε , περιχυνόταν τριανταφυλλένιο φως και θάμπος μέγα περισκέπαζε τα μάτια του για τους καιρούς εκείνους τους αρχαίους και για τις παλικαριές τις ασύγκριτες.  Πλάγιαζε νωρίς, ξυπνούσε με τα πρώτα χαράματα.  Είχε και το πιστόλι στο προσκέφαλό του, μη βρεθεί άνθρωπος και τον χτυπήσει, καθώς τον χτύπησε κάποτε στο χέρι κι από τότε το χέρι του μούδιαζε συχνά και τον παίδευε.  Η παρουσία του ολόκληρη ανάδινε βέβαιη αρχοντιά, απόφαση, ευθύνη και θάρρρος.
Ήρθε σε τούτον τον κόσμο, για να πλάσει ιστορία, για να ζήσει το παραμύθι, ένα παραμύθι κι ο ίδιος.  Μισός μέσα στην πραγματικότητα κι ας ήταν όλος μια βέβαιη πραγματικότητα , μισός μέσα στη φαντασία.  Έστειλε τη μεγάλη του στολή στον Παρθένη, να του κάμει την προσωπογραφία.  Ήταν πολύ ενοχλημένος, όταν έπρεπε να σταθεί ασάλευτος αντίκρυ στο ζωγράφο.  Ματαιοδοξίες χωρίς νόημα τα έκρινε τα τέτοια και τα παρόμοια.  Λέξη δεν ξεστόμζε για το πως πολέμησε την Τουρκιά.  Μα του άρεσε πολύ να μαθαίνει, πως την πολέμησαν οι άλλοι.  Και τούτα κι άλλα πολλά θα είχα να γράψω για τον Κουντουριώτη.   Δεν μπορώ ν’ αντικρίσω την Ύδρα, χωρίς να τον ξαναστήσω μπροστά μου. ...............

Στις 22 Αυγούστου 1935 έδυσε ήσυχα και ήρεμα και κατά την επιθυμία του η σορός του μεταφέρθηκε στον πέτρινο τάφο που είχε ο ίδιος ετοιμάσει κάτω από το αρχοντικό του στην Ύδρα, να αγναντεύει το πέλαγος που τόσο αγάπησε και μέσα στο οποίο μεγαλούργησε.

Οι Αξιωματικοί του Ναυτικού θυμούνται πάντα με σεβασμό τον μεγάλο Ναύαρχο που σφράγισε με τη δική του αξιοπρεπή και ωφέλιμη παρουσία την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα. Όπως δε συνηθίζαμε εμείς οι παλαιότεροι, όταν τα καράβια του Ναυτικού παρέπλεαν την πόλη της Ύδρας απένεμαν τιμητικό χαιρετισμό με σήμανση ″Γενικής Ακινησίας″ προς τον πέτρινο σταυρό του λιτού τάφου του Ναυάρχου. Σ’ αυτές τις στιγμές, με το πλήρωμα παρατεταγμένο σε στάση προσοχής, λες και βλέπαμε τον Ναύαρχο αλλοπαρμένο στη γέφυρα του Αβέρωφ, που άφριζε σκίζοντας τα κύματα, μέσα σε λάμψεις κανονιοβολισμών και βροχή οβίδων, να αντικρίζει τους προγόνους του να σκιαγραφούνται στα βουνά και στους κάβους της Μικράς Ασίας και να τον καλούν κοντά τους, προς τον θάνατο και τη δόξα.
Στ’ αυτιά μας ηχούσαν τα ίδια τα λόγια του Ναυάρχου, να υπαγορεύουν το θρυλικό του σήμα, προς τα πλοία του στόλου :


«Με την δύμαμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου, με την πεποίθησιν της νίκης, εναντίον του εχθρού του γένους.
"Κουντουριώτης"

ΠΗΓΕΣ:
Καθημερινή, Επτά Ημέρες, Σεπτέμβριος 1993
ΦΩΤΟ ΤΑΦΟΥ : ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

metamarks