Μια αυθεντική κοσμοπολίτισσα, η πολυταξιδεμένη και αιώνια έφηβη Φαίνη Ξύδη, θυμάται τη χρυσή εποχή των νεανικών της χρόνων στην Ύδρα.
Πήγα σε πολλά σχολεία, σε διαφορετικούς τόπους και διδάχθηκα σε διαφορετικές γλώσσες, αλλά το καλύτερο σχολείο μου ήταν στην Ύδρα.
Στο νησί έρχομαι από το 1956. Τότε οι ντόπιοι πουλούσαν τα σπίτια τους για ένα κομμάτι ψωμί, γιατί η σπογγαλιεία, που ήταν το κύριό τους εισόδημα, είχε ελαττωθεί. Η μητέρα μου, που ήλθε και αγάπησε την Ύδρα παλαιότερα, αποφάσισε, όταν γυρίσαμε από το εξωτερικό, να αγοράσει ένα σπίτι «για ν’ αποκτήσουν ρίζες τα παιδιά της», κι έτσι πηγαινοέρχομαι στο νησί 55 χρόνια…
Μου αρέσει πολύ η γαλήνη που έχει το νησί, μια και δεν υπάρχουν αυτοκίνητα. Όλη η μεταφορά γίνεται με άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια. Επικοινωνείς με τον αγωγιάτη στο κινητό και φορτώνει στα ζα το αγώγι για το σπίτι. Τόσο απλό. Άλλος ένας λόγος που αγαπώ την Ύδρα είναι η θαυμάσια αρχιτεκτονική της. Ο οικισμός, σκαρφαλωμένος στον βράχο, κατεβαίνει έως το λιμάνι αμφιθεατρικά, με πετρόχτιστα σπίτια με κεραμιδένιες στέγες, και τακτικά μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, όταν έχουν κλείσει τα music bars, μπορείς να διακρίνεις έως και κουβέντες των ξενύχτηδων, που σκαρφαλώνουν στον βράχο σαν κύμα, για να φτάσουν πεντακάθαρα στα αυτιά σου.
Στο νησί έρχομαι από το 1956. Τότε οι ντόπιοι πουλούσαν τα σπίτια τους για ένα κομμάτι ψωμί, γιατί η σπογγαλιεία, που ήταν το κύριό τους εισόδημα, είχε ελαττωθεί. Η μητέρα μου, που ήλθε και αγάπησε την Ύδρα παλαιότερα, αποφάσισε, όταν γυρίσαμε από το εξωτερικό, να αγοράσει ένα σπίτι «για ν’ αποκτήσουν ρίζες τα παιδιά της», κι έτσι πηγαινοέρχομαι στο νησί 55 χρόνια…
Μου αρέσει πολύ η γαλήνη που έχει το νησί, μια και δεν υπάρχουν αυτοκίνητα. Όλη η μεταφορά γίνεται με άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια. Επικοινωνείς με τον αγωγιάτη στο κινητό και φορτώνει στα ζα το αγώγι για το σπίτι. Τόσο απλό. Άλλος ένας λόγος που αγαπώ την Ύδρα είναι η θαυμάσια αρχιτεκτονική της. Ο οικισμός, σκαρφαλωμένος στον βράχο, κατεβαίνει έως το λιμάνι αμφιθεατρικά, με πετρόχτιστα σπίτια με κεραμιδένιες στέγες, και τακτικά μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, όταν έχουν κλείσει τα music bars, μπορείς να διακρίνεις έως και κουβέντες των ξενύχτηδων, που σκαρφαλώνουν στον βράχο σαν κύμα, για να φτάσουν πεντακάθαρα στα αυτιά σου.
Η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα η οποία χαρακτηρίζει την Ύδρα που έζησα και ζω σφύζει από ζωή. Το 1957, θυμάμαι, ήταν μια γροθιά ξένοι, που έπιναν το ουζάκι τους το μεσημέρι. Μερικά χρόνια αργότερα, γύρω στα 1960, κατέφθασε ο Leonard Cohen, που αγόρασε ένα σπιτάκι και εγκαταστάθηκε μόνιμα με την πρόσχαρη και όμορφη Marianne, Νορβηγίδα, στην οποία αφιέρωσε το τραγούδι του «So long Marianne», που έγινε hit.
Τέλη του 1960 τρέχαμε όλη μέρα ξυπόλυτοι πότε για μπάνιο στη “Σπηλιά”, πότε για χορευτικές φιγούρες και βουτιές στον «Ναυτικό Όμιλο» του Μωρές. To βράδυ χόρευα μέχρι πρωίας στην ντίσκο “Heaven” του Μπάμπη Μουτσάτσου
Τριάντα σκαλιά πιο πάνω από το σπίτι μας είχε το εξοχικό της η Μαργαρίτα Λυμπεράκη με την κόρη της, Μαργαρίτα Καραπάνου. Η Λυμπεράκη, Ρίτα για τους φίλους, έγραψε ένα κινηματογραφικό σενάριο ονόματι «Φαίδρα», και το 1961 γυρίσθηκε το φιλμ στην Ύδρα, με πρωταγωνιστές τη Μελίνα Μερκούρη, τον Tony Perkins και τον Raf Vallone, Ιταλό ηθοποιό, και σκηνοθέτη τον Ζυλ Ντασέν. Στα γυρίσματα, στο λιμάνι της Ύδρας να γίνεται της τρελής. Ηθοποιοί, κομπάρσοι, σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, μακιγιέζ, οπερατέρ, κόσμος πολύς μαζεμένος γύρω από το μπαρ «Λαγουδέρα». Υπήρχε ένας χώρος στο πρώτο πάτωμα, τον οποίο παραχώρησε ο ιδιοκτήτης της «Λαγουδέρας», Μπάμπης Μωρές, που μεταβλήθηκε σε καμαρίνι. Εκεί μακίγιαραν τη Μερκούρη, που στα διαλείμματα έπαιζε τάβλι με πάθος.
Η μητέρα μου επέτρεψε στον αδελφό μου και σε εμένα, μόλις 16 ετών, να ξενυχτήσουμε μέχρι τα μεσάνυχτα, προκειμένου να χαζέψουμε τα γυρίσματα. Τότε φορούσα και καμάρωνα τα πρώτα μου σιελ Βlue Jeans, και οι φίλοι μου έβαζαν την υπογραφή τους, έγραφαν στιχάκια επάνω τους. Παρακάλεσα τον Tony Perkins και τον Raf Vallone να υπογράψουν τα Blue Jeans. Ο πρώτος υπέγραψε, και κατασυγκινήθηκα, γιατί ήταν ο αγαπημένος μου ηθοποιός για χρόνια. Την επομένη με είδε να βουτάω από ψηλά στη θάλασσα και με ρώτησε να του μάθω να βουτάει. Ξεκινήσαμε μαθήματα, αλλά ήταν ανεπίδεκτος, και το μάθημα τέλειωσε πριν καλά καλά ξεκινήσει. Ήταν πολύ γλυκός και ευγενικός, και χωρίς αμφιβολία κούκλος. Αργότερα, φωτογραφία των ποδιών μου με τα Blue Jeans εξετέθη σε έκθεση φωτογραφίας και κέρδισε το 1ο βραβείο.
Η μητέρα μου επέτρεψε στον αδελφό μου και σε εμένα, μόλις 16 ετών, να ξενυχτήσουμε μέχρι τα μεσάνυχτα, προκειμένου να χαζέψουμε τα γυρίσματα. Τότε φορούσα και καμάρωνα τα πρώτα μου σιελ Βlue Jeans, και οι φίλοι μου έβαζαν την υπογραφή τους, έγραφαν στιχάκια επάνω τους. Παρακάλεσα τον Tony Perkins και τον Raf Vallone να υπογράψουν τα Blue Jeans. Ο πρώτος υπέγραψε, και κατασυγκινήθηκα, γιατί ήταν ο αγαπημένος μου ηθοποιός για χρόνια. Την επομένη με είδε να βουτάω από ψηλά στη θάλασσα και με ρώτησε να του μάθω να βουτάει. Ξεκινήσαμε μαθήματα, αλλά ήταν ανεπίδεκτος, και το μάθημα τέλειωσε πριν καλά καλά ξεκινήσει. Ήταν πολύ γλυκός και ευγενικός, και χωρίς αμφιβολία κούκλος. Αργότερα, φωτογραφία των ποδιών μου με τα Blue Jeans εξετέθη σε έκθεση φωτογραφίας και κέρδισε το 1ο βραβείο.
Τέλη του 1960 τρέχαμε όλη μέρα ξυπόλυτοι, πότε για μπάνιο στη Σπηλιά και πότε για χορευτικές φιγούρες και βουτιές στον «Ναυτικό Όμιλο» του Μωρές. Χορεύαμε πολύ Hully Gully και Shake, κι ακούγαμε μουσική των Beatles, Stones, Jefferson Airplane, Iron Butterfly, Box Tops, Ray Charles και Beach Boys. To βράδυ χόρευα μέχρι πρωίας στην ντίσκο «Heaven» του Μπάμπη Μουτσάτσου, ντυμένη Courreges από την κορυφή έως τα νύχια ή με λουλουδάτες πανταλόνες και πολύ μακιγιάζ. Κανείς δεν λογάριαζε έξοδα, οι τιμές ήταν τόσο προσιτές. Ε, πολλές φορές ξεμέναμε από χαρτζιλίκι και δανειζόμασταν από κανένα γκαρσόνι, μέχρι να μας έρθουν ενισχύσεις από τους γονείς μέσω ταχυδρομείου.
Εν έτει 1970, που έμεναν ανοιχτά τα μπαρ και οι ντίσκο μέχρι τα χαράματα, κατεβαίναμε για φαγητό τα μεσάνυχτα και τρέχαμε στον «Ναυτικό Όμιλο» (Σήμερα «Όμιλο») του Μπάμπη Μωρές, ή στον «Κάβο» του Δημήτρη Ζαριώπη, για να χορέψουμε ασταμάτητα μέχρις εξοντώσεως. Μετά, πεινασμένοι περιμέναμε να ανοίξει ο φούρνος, να φάμε κάτι τις. Με την παρέα μου είδαμε την ανατολή αμέτρητες φορές από την «Καφετέρια Τάσσος», όπου κουρνιάζαμε μισοκοιμισμένοι στις βολικές καρέκλες του μέχρι τελικής πτώσεως.
Εν έτει 1970, που έμεναν ανοιχτά τα μπαρ και οι ντίσκο μέχρι τα χαράματα, κατεβαίναμε για φαγητό τα μεσάνυχτα και τρέχαμε στον «Ναυτικό Όμιλο» (Σήμερα «Όμιλο») του Μπάμπη Μωρές, ή στον «Κάβο» του Δημήτρη Ζαριώπη, για να χορέψουμε ασταμάτητα μέχρις εξοντώσεως. Μετά, πεινασμένοι περιμέναμε να ανοίξει ο φούρνος, να φάμε κάτι τις. Με την παρέα μου είδαμε την ανατολή αμέτρητες φορές από την «Καφετέρια Τάσσος», όπου κουρνιάζαμε μισοκοιμισμένοι στις βολικές καρέκλες του μέχρι τελικής πτώσεως.
Το 1982 υπήρχε το “Bill’s Bar”, του Εγγλέζου Bill Cunliff, που έκανε πάταγο γιατί έβαζε πολύ ψαγμένη τζαζ μουσική κι έφτιαχνε μοναδικά cocktails, καθότι σπούδασε την τέχνη στην Αγγλία
Ήταν δικτατορία, όταν ένα βράδυ στου «Τάσσου» περιμαζέψαμε έναν Ινδό σαρικοφόρο, τον γλιτώσαμε από έναν μάγειρα που τον κυνηγούσε να του φέρει μια καρέκλα στο κεφάλι, και τον φιλοξένησα σπίτι. Την επομένη με κάλεσε ο διοικητής της Αστυνομίας να απολογηθώ για τον Ινδό φιλοξενούμενό μου, τον «έγχρωμο», όπως τον αποκάλεσε ο αξιωματικός υπηρεσίας. Ήταν από τους πρώτους Ινδούς στο νησί, προφανώς και τα χάσανε, αλλά τη γλίτωσα. Οι επισκέπτες στο σπίτι κι εγώ περάσαμε θαύμα μαζί του. Μας έμαθε να δένουμε σαρίκι και πώς να δένουμε βράκα.
Από τότε που κληρονομήσαμε το σπίτι ο αδελφός μου και εγώ, έρχονται και παρέρχονται και κοιμούνται φίλοι μου απ’ άκρη σε άκρη της γης, διάσημοι και μη, και τώρα που πηγαίνω Ινδία τακτικά, και Ινδοί. Τους εξαναγκάζω να μείνουν το ολιγότερο δύο ημέρες, διότι συναισθηματικά μού κοστίζει όταν φεύγουν γρήγορα, αλλά και η προετοιμασία του σπιτιού για να τους υποδεχθώ είναι μεγάλη. Από τη μεγάλη μου αγάπη για τους ανθρώπους και τη δίψα μου να ανταλλάξω πληροφορίες και να διδαχθώ, κάνω διπλά Bookings, και τότε δυσκολεύομαι να βολέψω τους καλεσμένους. Αλλά, αν είναι ενδιαφέροντες και διασκεδαστικοί, οι υπόλοιποι φιλοξενούμενοι διατίθενται να στριμωχθούν λιγάκι.
Το 1982 υπήρχε το «Bill’s Bar», του Εγγλέζου Bill Cunliff, που έκανε πάταγο, γιατί έβαζε πολύ ψαγμένη τζαζ μουσική κι έφτιαχνε μοναδικά cocktails, καθότι σπούδασε την τέχνη στην Αγγλία. Τέτοια η εφευρετικότητά του, που εφηύρε και Mock Cocktails (Ψεύτικα Κοκτέιλ χωρίς αλκοόλ) για μη πότες. Για παράδειγμα, μου αφιέρωσε το «Phainie’s Passion» και το συμπεριέλαβε και στον κατάλογο. Θυμάμαι να πέφτει βροχή καλαπόδια και πλήθος πελατών να χουχουλιάζει στο μπαρ. Έξαφνα ακούμε τον έλικα ενός ελικοπτέρου να στροβιλίζει πολύ κοντά και το ελικόπτερο να προσγειώνεται στο ποδοσφαιρικό γήπεδο της Ύδρας. Ο Bill αναφωνεί: «Α, είναι το τάδε ζευγάρι που περιμένω. Με ενημέρωσαν τηλεφωνικά ότι θα έλθουν εδώ να πιουν το ποτό τους πριν πάνε σπίτι». Πράγματι, έτσι έγινε. Τους καλωσορίσαμε, πέσανε αγκαλιές, και η ατμόσφαιρα έγινε ακόμη πιο ζωντανή. Εκείνη την ημέρα βοηθούσε στο μπαρ η Ειρήνη Μολφέση. Γνωριστήκαμε, και έκτοτε παραμείναμε φίλες.
Από τότε που κληρονομήσαμε το σπίτι ο αδελφός μου και εγώ, έρχονται και παρέρχονται και κοιμούνται φίλοι μου απ’ άκρη σε άκρη της γης, διάσημοι και μη, και τώρα που πηγαίνω Ινδία τακτικά, και Ινδοί. Τους εξαναγκάζω να μείνουν το ολιγότερο δύο ημέρες, διότι συναισθηματικά μού κοστίζει όταν φεύγουν γρήγορα, αλλά και η προετοιμασία του σπιτιού για να τους υποδεχθώ είναι μεγάλη. Από τη μεγάλη μου αγάπη για τους ανθρώπους και τη δίψα μου να ανταλλάξω πληροφορίες και να διδαχθώ, κάνω διπλά Bookings, και τότε δυσκολεύομαι να βολέψω τους καλεσμένους. Αλλά, αν είναι ενδιαφέροντες και διασκεδαστικοί, οι υπόλοιποι φιλοξενούμενοι διατίθενται να στριμωχθούν λιγάκι.
Το 1982 υπήρχε το «Bill’s Bar», του Εγγλέζου Bill Cunliff, που έκανε πάταγο, γιατί έβαζε πολύ ψαγμένη τζαζ μουσική κι έφτιαχνε μοναδικά cocktails, καθότι σπούδασε την τέχνη στην Αγγλία. Τέτοια η εφευρετικότητά του, που εφηύρε και Mock Cocktails (Ψεύτικα Κοκτέιλ χωρίς αλκοόλ) για μη πότες. Για παράδειγμα, μου αφιέρωσε το «Phainie’s Passion» και το συμπεριέλαβε και στον κατάλογο. Θυμάμαι να πέφτει βροχή καλαπόδια και πλήθος πελατών να χουχουλιάζει στο μπαρ. Έξαφνα ακούμε τον έλικα ενός ελικοπτέρου να στροβιλίζει πολύ κοντά και το ελικόπτερο να προσγειώνεται στο ποδοσφαιρικό γήπεδο της Ύδρας. Ο Bill αναφωνεί: «Α, είναι το τάδε ζευγάρι που περιμένω. Με ενημέρωσαν τηλεφωνικά ότι θα έλθουν εδώ να πιουν το ποτό τους πριν πάνε σπίτι». Πράγματι, έτσι έγινε. Τους καλωσορίσαμε, πέσανε αγκαλιές, και η ατμόσφαιρα έγινε ακόμη πιο ζωντανή. Εκείνη την ημέρα βοηθούσε στο μπαρ η Ειρήνη Μολφέση. Γνωριστήκαμε, και έκτοτε παραμείναμε φίλες.
Στου «Bill’s» πήγαιναν οι πάντες. Μεταξύ αυτών, ο Leonard Cohen, o Brice Marden, μινιμαλιστής ζωγράφος με έργα τεράστιου μεγέθους σε μουσεία, η γυναίκα του Hellen, επίσης ζωγράφος, ο Δημήτρης Κασούμης, με καταγωγή από την Ύδρα, ο Χρήστος Καρράς, ζωγράφοι, συλλέκτες έργων τέχνης, διάφοροι εφοπλιστές με τον περίγυρό τους. Εκείνη τη βροχερή ημέρα πέρασε και ο James Herlihy, από την Πολιτεία του Michigan, συγγραφεύς του «Κάου-μπόυ του Μεσονυχτίου» και ηθοποιός. Γνωρίστηκε με τη Μολφέση, που μου τον έφερε πεσκέσι στο σπίτι, για να μου τονώσει το ηθικό, γιατί ήμουν κομμάτι μελαγχολική. Έφτιαξα εκ των ενόντων κάτι να φάμε, και πράγματι είχε δίκιο η Ειρήνη, αναγνώρισα και εξετίμησα έναν έξυπνο, ευαίσθητο, γλυκό και ζωντανό άνθρωπο, που με συγκίνησε όσο και η Ειρήνη με τη χειρονομία της. Την επομένη θα συναντιόμασταν ο James και εγώ για να τον βοηθήσω με κάτι ψώνια. Δίνουμε ραντεβού σε μια καφετέρια του λιμανιού με τέντα ριγέ μπλε-άσπρο. Από τη χαρά μας, δεν προσδιορίσαμε επακριβώς το σημείο. Πάω εναγωνίως και στήνομαι στην καφετέρια. Περιμένω, περιμένω, τίποτα…
Μετά από πολλή ώρα τον βρήκα να με ψάχνει στο λιμάνι. Σκάσαμε στα γέλια, γιατί περίμενε σε καφετέρια με ολόιδια τέντα, αλλά σε τελείως άλλο σημείο. Βρήκε αυτό που γύρευε, χάρηκε και με κάλεσε σπίτι του για τσάι. Πήγα ώρα απογευματινού τσαγιού, αλλά τελειώσαμε την κουβέντα μας μεσάνυχτα. Σαφώς συνήλθα από τη μελαγχολία μου, αλλά ο James έφυγε την επομένη, για να λάβω καρτ ποστάλ του λίγο μετά. Ίσως να φοβήθηκε ότι η επόμενη συνάντησή μας θα διαρκούσε μία ημέρα. Θα μου μείνει αξέχαστος (πέθανε το 1993). Όμως, έμαθα τόσα και τόσα γνωρίζοντάς τον, αυτό εννοώ όταν λέω ότι το καλύτερο μου σχολείο υπήρξε η Ύδρα.
Μετά από πολλή ώρα τον βρήκα να με ψάχνει στο λιμάνι. Σκάσαμε στα γέλια, γιατί περίμενε σε καφετέρια με ολόιδια τέντα, αλλά σε τελείως άλλο σημείο. Βρήκε αυτό που γύρευε, χάρηκε και με κάλεσε σπίτι του για τσάι. Πήγα ώρα απογευματινού τσαγιού, αλλά τελειώσαμε την κουβέντα μας μεσάνυχτα. Σαφώς συνήλθα από τη μελαγχολία μου, αλλά ο James έφυγε την επομένη, για να λάβω καρτ ποστάλ του λίγο μετά. Ίσως να φοβήθηκε ότι η επόμενη συνάντησή μας θα διαρκούσε μία ημέρα. Θα μου μείνει αξέχαστος (πέθανε το 1993). Όμως, έμαθα τόσα και τόσα γνωρίζοντάς τον, αυτό εννοώ όταν λέω ότι το καλύτερο μου σχολείο υπήρξε η Ύδρα.
Κάποια στιγμή αποφασίσαμε με τον άνδρα μου να ζήσουμε στην Ύδρα. Είχαμε μόλις παντρευτεί και θέλαμε να φύγουμε από την Αθήνα. Θεωρητικά πολύ καλή έμπνευση, αλλά στην πράξη δύσκολο. Δεν υπολογίσαμε ότι η Ύδρα είναι άδεια εκτός εποχής. Ακόμη και ντόπιοι χωρίς παιδιά μετακομίζουν στον Πειραιά τον χειμώνα. Μόνον οικοδόμοι και οικογένειες με παιδιά που πάνε σχολείο παραμένουν. Τα περισσότερα εστιατόρια, εκτός λειτουργίας και σχεδόν όλες οι καφετέριες κλειστές. Ως εκ τούτου, κοινωνική ζωή μηδέν, επισκέπτες από την Αθήνα πού να έρθουν με φουσκοθαλασσιά, το σπίτι όχι καλά εξοπλισμένο για κρύο. Απομονωθήκαμε με τον αγαπητό μου σύζυγο, και τον δεύτερο χρόνο με έπιασε κατάθλιψη. Έκτοτε, η Ύδρα εκτός εποχής μού φαίνεται εφιαλτική. Το νησί τον χειμώνα προσφέρεται μόνο για επιχειρηματίες, επαγγελματίες και καλλιτέχνες, συγγραφείς, ζωγράφους και ποιητές. Μεταγενέστερα κατάλαβα τι εννοούσε η γειτόνισσα όταν είπε: «Όταν βλέπω φως στο σπίτι σας, κυρία Ξύδη, είναι παρέα και παρηγοριά για μένα τις νύχτες του χειμώνα!».
Με αυτές τις πλούσιες εμπειρίες γηράσκω αεί διδασκόμενη στην Ύδρα και επανέρχομαι τόσα χρόνια. Εν αντιθέσει με τις νεκρές εποχές της Ύδρας, τα καλοκαίρια έχω τα κουβαδάκια και τα φτυάρια μου να παίξω, δηλαδή την παρέα μου, και οι μέρες και οι νύχτες –γεμάτες από ζωή και περιπέτεια– κυλούν γοργά και ανέμελα. Πάντα έτοιμη για παιχνίδι και προσφορά, σαν προσκοπίνα…
Το 1968 αποφοίτησε από τη Σχολή Διερμηνέων στη Γενεύη, για να ακολουθήσει μια αντισυμβατική και πολισχιδή επαγγελματική πορεία, ως dj και μουσικός παραγωγός στην Αθήνα και αργότερα στο MTV στην Αγγλία, με ενδιάμεσα περάσματα από τον κινηματογράφο (στον «Οθέλλο» του Τζεφιρέλι, στις «Κρυστάλλινες Νύχτες» της Τώνιας Μαρκετάκη, στο «Freedom or Death» του Μαστορακη με τον Oliver Read…), και από το 1986 όταν παντρεύεται τον Ναύτη της, σε πολλά ταξίδια και αναζητήσεις στις πέντε θάλασσες του κόσμου. Η Φαίνη Ξύδη εδώ και αρκετά χρόνια μένει μόνιμα στην Ύδρα.Με αυτές τις πλούσιες εμπειρίες γηράσκω αεί διδασκόμενη στην Ύδρα και επανέρχομαι τόσα χρόνια. Εν αντιθέσει με τις νεκρές εποχές της Ύδρας, τα καλοκαίρια έχω τα κουβαδάκια και τα φτυάρια μου να παίξω, δηλαδή την παρέα μου, και οι μέρες και οι νύχτες –γεμάτες από ζωή και περιπέτεια– κυλούν γοργά και ανέμελα. Πάντα έτοιμη για παιχνίδι και προσφορά, σαν προσκοπίνα…
ΠΗΓΗ: SARONIC MAGAZINE http://www.saronicmagazine.com/?p=10987