Ένα ιστολόγιο γεμάτο από Ύδρα, γεμάτο από ιστορίες και εικόνες του παρόντος και του παρελθόντος της.
Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010
Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010
ΟΙ ΓΑΜΠΡΟΙ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ, ΥΔΡΑ 1962
Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΛΑΓΟΥΔΕΡΑ
ΑΠΟ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Ο ΚΛΕΑΡΧΟΣ ΚΟΝΙΤΣΙΩΤΗΣ ΣΤΗ ΛΑΓΟΥΔΕΡΑ
Είδος: Κωμωδία
Παραγωγής: 1962 - Κλέαρχος Κονιτσιώτης
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 17 Σεπτεμβρίου 1962
Διάρκεια: 76′
Χρώμα: Ασπρόμαυρη
Εισητήρια: 21.770 στην 1η προβολή (34η από 82)
Σενάριο: Νίκος Τσιφόρος , Πολύβιος Βασιλειάδης
Σκηνοθεσία: Σωκράτης Καψάσκης
Πρωταγωνιστές:
Βασίλης Αυλωνίτης, Γεωργία Βασιλειάδου, Νίκος Ρίζος, Έλσα Ρίζου, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Κατερίνα Γιουλάκη, Πόπη Λάζου, Κώστας Μεντής, Έφη Μελά, Ζέτα Αποστόλου, Βαγγέλης Σάκαινας.
Ένας μεσόκοπος κρεατέμπορας, ο Βαγγέλης, πασχίζει να παντρέψει την κακάσχημη γεροντοκόρη αδελφή του Ευτυχία, με τον υπάλληλό του Κλεομένη, ώστε να μπορέσει κι αυτός με τη σειρά του, επιτέλους, να πάρει τη Λίνα, με την οποία είναι αρραβωνιασμένος οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όμως, το χέρι της Ευτυχίας διεκδικεί και ένας παράξενος τύπος, ο Κούλης, που δεν έχει δει ποτέ του τη γεροντοκόρη, αλλά έχει πληροφορηθεί πως είναι κάτοχος 120.000 λιρών, θέλοντας μ’ αυτόν το γάμο να κάνει την τύχη του. Σε μια εκδρομή στην Ύδρα, ο Κλεομένης καταγοητεύεται από τη νόστιμη ανεψιά της Ευτυχίας, τη Γιούλα. Ο Κούλης εξακολουθεί να πολιορκεί την Ευτυχία, αλλά κάποια στιγμή εμφανίζεται η μνηστή του και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Η πλούσια τελικά είναι η Γιούλα που κι αυτή είναι ερωτευμένη με τον Κλεομένη, ο οποίος έτσι κάνει την τύχη του. Αλλά και η Ευτυχία δεν μένει παραπονεμένη καθώς παντρεύεται τον Χαρίλαο, τον νεανικό έρωτά της, ο οποίος την ξαναβρήκε μετά από τόσα χρόνια.
Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010
ΜΑΡΙΝΑ, 1947, Η ΠΡΩΤΗ ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΓΥΡΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΥΔΡΑ
Είδος: Κομεντί
Σκηνοθεσία: Σακελλάριος Αλέκος
Σενάριο: Σακελλάριος Αλέκος. Γιαννακόπουλος Χρήστος
Παραγωγή: Φίνος Φιλμ
Πρωταγωνιστούν: Γκρέκα Στέλλα, Μυράτ Δημήτρης, Δεστούνης Ηλίας, Κωνσταντάρας Λάμπρος, Χριστοφορίδης Περικλής, Σμυρνάκη Μαρίνα, Λυς Λίλιαν, Μαυροπούλου Μαρίκα, Γκράκα Άγκα, Βερμόν Σούζη, Παπαδοπούλου Μαργαρίτα, Πετροπούλου Έλπη, Πιρπίρογλου Λίτσα, Πανσέ Μαργαρίτα, Δούκας Κώστας, Ιωαννίδης Γιάννης, Κεδράκας Νάσος, Πρωτοπαππάς Ευάγγελος, Μιχαλάς, Σπαθόπουλος Κίμων, Τρακάδας Λευτέρης, Τσούκλος Γ., Βερώνη Ουρανία.
Διάρκεια: 68
Α' Προβολή: 10/3/1947
Υπόθεση:
Η όμορφη νησιωτοπούλα Μαρίνα, έρχεται στην Αθήνα για να βρει την τύχη της. Εκεί καταλήγει σ' ένα φτηνό καμπαρέ του Πειραιά και σώζεται τελικά από την αγάπη ενός νέου.
Σχολία:
Η πρώτη ελληνική ταινία που γυρίστηκε στην Ύδρα. Περιλαμβάνει φολκλορικά και ηθογραφικά στοιχεία, προσεγμένη σκηνοθεσία, πολύ καλή φωτογραφία, ρομαντική μουσική και τραγούδια ερμηνευμένα από το μεγάλο αστέρι της εποχής, Στέλλα Γκρέκα.
Ο Αλέκος Σακελλάριος, από τη δεύτερη ταινία του, έδειχνε να πιάνει το σφυγμό της εποχής και τις ανάγκες του κοινού, ασχολούμενος με απλά και διασκεδαστικά θέματα, χωρίς να κουράζει τους ταλαιπωρημένους από την κατοχή και τον Εμφύλιο, Έλληνες θεατές.
Πρώτη εμφάνιση των: Ευάγγελου Πρωτόπαππα, Κώστα Δούκα και Μαργαρίτας Παπαδοπούλου.
πηγή υπόθεσης: Multimedia CD-ROM Ελληνικός Κινηματογράφος 1997 ΕΘΝΟDATA
Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010
ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΜΩΡΕΣ, ΛΑΓΟΥΔΕΡΑ Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ 1959-1967, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΛΗΤΟΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΜΩΡΕΣ, ΛΑΓΟΥΔΕΡΑ Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ 1959-1967, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΛΗΤΟΣ
Άγαλμα παιδιού πάνω σε δελφίνι. Βρίσκεται στην Ύδρα και είναι αφιερωμένο στην ταινία "Το Παιδί και το Δελφίνι". Η επιγραφή στη βάση του γράφει:
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ
ΤΟ ΕΡΓΟ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΓΛΥΠΤΗ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΞΕΝΟΥΛΗ
ΣΤΗΘΗΚΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 2006
ΕΠΙ ΔΗΜΑΡΧΙΑΣ
ΚΩΝ/ΝΟΥ Γ. ΑΝΑΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Vaggelis Vlahos Original uploader was Evlahos at el.wikipedia
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ ΥΔΡΑ 1957
Η Sophia Loren, ανταποκρινόμενη σε αίτημα της βασίλισσας Φρειδερίκης γύρισε στην Ύδρα τη γνωστή κινηματογραφική επιτυχία «Το παιδί και το δελφίνι» -πρόκειται για την πρώτη ξένη παραγωγή που γυρίστηκε στην Ελλάδα- όπου υποδυόταν μία φτωχή σφουγγαρού. Επιπλέον, σε αυτή την ταινία, η 23χρονη τότε, Sophia Loren έκανε το ντεμπούτο της στον αμερικανικό κινηματογράφο.
Η δράση εκτελίσσεται στην Ύδρα, ενώ σκηνές έχουν επίσης γυριστεί στην Ακρόπολη των Αθηνών, στο θέατρο της Επιδαύρου, στα Μετέωρα, ακόμα και στα «Αστέρια» της Γλυφάδας! Πρόκειται πάντως για την πρώτη αμερικάνικη παραγωγή που ήρθε στη χώρα μας για γυρίσματα και αποτέλεσε την αφετηρία για τις επόμενες που ακολούθησαν. Αποτέλεσε επίσης την πρώτη εμφάνιση της Sophia Loren σε αμερικάνικο έργο, υποδυόμενη μια φτωχή σφουγγαρού,η οποία βρίσκει στο βυθό ένα αρχαίο άγαλμα, το «παιδί και το δελφίνι». Για αυτό θα ενδιαφερθεί ένας αμερικανός αρχαιολόγος που υποδύεται ο Alan Ladd και ένας διάσημος αρχαιοκάπηλος με το παρουσιαστικό του Clifton Webb, ο οποίος θα κερδίσει στην αρχή την εύνοια της Loren αλλά τον τελευταίο λόγο θα έχει ο... έρωτας.
Αξίζει να μνημονεύσουμε ακόμη μια φορά τον Βασίλη Μάρο, κορυφαίο και πολυβραβευμένο ντοκιμαντερίστα που συμμετείχε τότε ως οπερατέρ στην ταινία.
ΣΟΦΙΑ ΛΩΡΕΝ, ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ
Η Σοφία Λόρεν ερμηνεύει στα ελληνικά το «Τι 'ναι αυτό που το λένε αγάπη» του Τάκη Μωράκη και του Γιάννη Φερμάνογλου από το πρωτότυπο soundtrack της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι» (1957 The Boy on a Dolphin)και κλείνει με το ίδιο τραγούδι αλλά σε άλλη εκτέλεση, τραγουδισμένο στ' αγγλικά από τη Τζούλι Λόντον.
Τό τραγούδησαν επισης,
Αλέκα Κανελλίδου
Γιάννης Πάριος
Φλέρυ Νταντωνάκη
Νάνα Μούσκουρη
Χαρρυ Μπελαφόντε
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
ΦΑΙΔΡΑ, ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
H Phaedra (Φαίδρα) γυρίστηκε το 1962 από τον Jules Dassin. Ο θρίαμβος του 'Ποτέ την Κυριακή-Never on Sunday' άνοιξε τις πόρτες των στούντιο, και ο σκηνοθέτης μπορούσε να επιλέξει οποιαδήποτε ταινία ήθελε για να σκηνοθετήσει.
Επιλέγει την κλασσική τραγωδία του 'Ιππόλυτου' του Ευρυπίδη. Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη ανασυνθέτει τον μύθο, και μεταφέρει το ερωτικό τρίγωνο από την αρχαία Ελλάδα της βασιλικής οικογένειας του Θησέα, στην σύγχρονη Ελλάδα των εφοπλιστών. Ήταν εξάλλου η εποχή που οι οικογένειες Ωνάσση και Νιάρχου συναγωνίζονταν σε σκάνδαλα και πρωτοσέλιδα τους στάρ του Hollywood. Κατά αυτόν τον τρόπο ο Ιππόλυτος μετονομάζεται σε Αλέξη Κυρίλη, τον οποίο υποδύθηκε ο Anthony Perkins και ο Θησέας μετονομάζεται σε Θάνο, τον οποίο υποδύθηκε ο Raf Vallone. Η Φαίδρα παραμένει λαμπερή και τραγική στο όνομα της.
H ταινία, διάρκειας 115 λεπτών, γυρίστηκε στο Λονδίνο και στην Ύδρα, και χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ο σκηνοθέτης μας συστήνει τα πρόσωπα του έργου και παίζει μαζί τους. Η Φαίδρα, Μελίνα Μερκούρη, υπέροχα ώριμη και ντυμένη εξαιρετικά από την Θεώνη Βαχλιώτη Όλντριτζ, είναι η μικρότερη κόρη ενός εφοπλιστή, και η δεύτερη σύζυγος του Θάνου και μητέρα ενός μικρού αγοριού.Ο Θάνος Κυρίλης, ένας πλούσιος έλληνας εφοπλιστής, εγκαινιάζει το νέο του εμπορικό πλοίο που φέρει το όνομα της δεύτερης συζύγου του, Φαίδρας. Στη διάρκεια ενός πάρτι που ακολουθεί, αναθέτει στη Φαίδρα να πάει στο Λονδίνο και να γνωρίσει το γιο του από τον πρώτο γάμο, Αλέξη, για να τον πείσει να έρθει στην Ελλάδα. Ο αποξενωμένος γιος, φοιτητής καλών τεχνών, απομονωμένος από τον πατέρα του ύστερα από το διαζύγιο των γονιών του, έχει μετατραπεί στον τέλειο Λονδρέζο, ο οποίος λόγω της απέχθειας του για την Φαίδρα δεν έχει ταξιδέψει ποτέ στην Ελλάδα.
Γνωρίζονται σε μια ιστορική κινηματογραφική σκηνή στο Βρεττανικό Μουσείο, και ο Ντασσέν ερωτευμένος με την 42χρονη Μελίνα, μαγεύει τον Αλέξη με το πρόσωπο της από την πρώτη στιγμή. Η πρώτη ώρα της ταινίας αναδεικνύει τους πρωταγωνιστές. Ο σκληρός επιχειρηματίας Θάνος, η ψυχρή Φαίδρα που βλέπει την ερωτική της πανοπλία να λιώνει κάτω από τα πυρά του 24χρονου απογόνου της, ο νεαρός Αλέξης που χάνει τον έλεγχο και ερωτεύεται την μητριά του. Ο Αλέξης ανοίγει τους κρουνούς του ψυχισμού της Φαίδρας. Σε ένα εξαιρετικό ημίωρο οι δύο πρωταγωνιστές παιχνιδίζουν, εκείνη του μαθαίνει Ελληνικές λέξεις και εκείνος της γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του, μια Aston Martin. Η πρώτη ώρα της ταινίας καταλήγει στην ωραιότερη ερωτική σκηνή στην ιστορία του κινηματογράφου-κατά την γνώμη του υπογράφοντος-όπου χωρίς καθόλου γυμνό ο Αλέξης ανακαλύπτει τον κρυμμένο αισθησιασμό του απαγορευμένου καρπού, της Φαίδρας. Μπροστά στο αναμμένο τζάκι, κάτω από μια σειρά βυζαντινών εικόνων, πίσω από τα παλλόμενο ξώφυλλα, φυλαγμένοι από την καταρρακτώδη βροχή, υπό τον ήχο της πιο ερωτικής μουσικής που συνέθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Αλέξης ερωτεύεται οριστικά την Φαίδρα.Στο τέλος της πρώτης ώρας η Φαίδρα τον διατάζει. 'Μην έλθεις στην Ελλάδα'.
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, ο Αλέξης την παρακούει. Η Φαίδρα διαμένει στην Ύδρα, όπου καταφτάνει ο Αλέξης. Το πανέμορφο σκηνικό της Ύδρας μεταμορφώνεται στο θέρετρο μιας σύγχρονης τραγωδίας. Ο Θάνος, για να τον παρασύρει του προσφέρει μια ολοκαίνουρια Aston Martin, και ο Αλέξης χρησιμοποιεί την αφορμή που του προσφέρεται για να ξανακερδίσει την Φαίδρα. Στην Ύδρα έχει καταφθάσει και η Έρση, μια πανέμορφη νεαρή, και υποψήφια γυναίκα του Αλέξη.Ο Θάνος προσπαθεί να κινήσει τα νίματα σε ένα μάταιο παιχνίδι μαριονέτας. Ο Αλέξης, για δεύτερη φορά, δεν υπακούει. Ανάμεσα στην νεανική ομορφιά της Έρσης και την ώριμη θηλυκότητας της Φαίδρας ο Αλέξης εγκλωβίζεται. Οι κινήσεις του δεν έχουν νόημα. Η Φαίδρα συνειδητοποιεί το παιχνιδί που στήνει ο άνδρας και μεταμορφώνεται σε μαινάδα.
Το παιχνίδι έχει τελειώσει. Ο Αλέξης συνομολογεί με τη σειρά του την αλήθεια. Το πατρικό χέρι του συνθλίβει το πρόσωπο, και η Φαίδρα τη ψυχή. Και οι δύο πρωταγωνιστές οδηγούνται σε έναν τραγικό θάνατο με ομοιότητες από την ζωή των μεγαλύτερων εφοπλιστικών οικογενειών της Ελλάδας. Ο Ιππόλυτος-Αλέξης βουτάει στο κενό, το άρμα-Aston Martin συνθλίβεται στα βράχια κάποιας απόκρημνου δρόμου, ενώ η Φαίδρα επιλέγει την αυτοκτονία. Κλειδώνει τα πορτάκια σε μια βυζαντική εικόνα ώστε να μην αντικρύσουν οι Θεοί την ύβρι της και σφαλίζει με μια μαύρη ταινία ύπνου τα μεγάλα της μάτια.
Στην τελευταία σκηνή, ο εκπρόσωπος της εταιρείας του Θάνου εμφανίζεται για να αναγγείλει στον χορό τους νεκρούς του s/s phaedra. Με υπόκρουση την φωνή του εφιαλτικού αγγέλου-γραμματέα κάποιοι μεταφέρουν το φέρετρο με το σώμα του Αλέξη προς το σπίτι του πατέρα του.
Η ταινία είχε διθυραμβική επιτυχία στην Ευρώπη, αλλά η τύχη της στην Αμερική ήταν τραγική. Σήμερα 46 χρόνια αργότερα, η Φαίδρα παραμένει η ωραίοτερη, κατά τη γνώμη μου, ερωτική ιστορία του διδύμου Dassin-Μερκούρη, με απόλυτες ερμηνείες και συγκλονιστικές κινηματογραφικές στιγμές.
Αναρτήθηκε από Θράσος
Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ 1956
Ενναλακτικός Τίτλος: A Girl In Black
Είδος: Δραματική
Σενάριο / Σκηνοθεσία: Κακογιάννης Μιχάλης
Παραγωγή: Ερμής Φιλμ
Πρωταγωνιστούν: Λαμπέτη Έλλη, Χορν Δημήτρης, Φούντας Γιώργος, Ζαφειρίου Ελένη, Στρατηγός Στέφανος, Περγιάλης Νότης, Βλάχος Ανέστης, Βέγγος Θανάσης, Φέρμας Νίκος.
Διάρκεια: 101
Εισιτήρια: 87552
Α' Προβολή: 19/3/1956
Υπόθεση:
Ο Παύλος και ο Αντώνης φτάνουν στην Ύδρα για να περάσουν μερικές μέρες ξεκούρασης. Θα νοικιάσουν δωμάτια στο σπίτι της χήρας Φρόσως, που ζει μαζί με την κόρη της Μαρίνα και το γιο της Μήτσο. Ο Παύλος σιγά-σιγά ανακαλύπτει ότι η οικογένεια είναι μια ειδική περίπτωση στο νησί, ανακαλύπτει όμως και την θλιμμένη ομορφιά της Μαρίνας. Έτσι όταν έρθει ο καιρός της αναχώρησης, αποφασίζει να παραμείνει στο νησί μερικές ακόμη μέρες. Με την Μαρίνα είναι ερωτευμένοι και άλλοι άνδρες του νησιού και ανάμεσά τους ο Χρήστος.
Σχολία:
Τρίτη έξοδος στις Κάννες για τον Μιχάλη Κακογιάννη και «Το κορίτσι με τα μαύρα», με το οποίο επιστρέφει σε ένα από τα βασικά μοτίβα του, αυτό της καταπίεσης της γυναίκας. Η ταινία προβάλλεται στο διαγωνιστικό μέρος των Καννών και ο Αντρέ Μπαζέν μιλά για ελληνική τραγωδία. Αυτή τη φορά στη μουσική βρίσκεται ο Αργύρης Κουνάδης, ενώ έρχεται να προστεθεί στα δυνατά χαρτιά της ταινίας η σπουδαία φωτογραφία του Γουόλτερ Λασάλι. Εκτός από τη συμμετοχή της στις Κάννες, τον επόμενο χρόνο παίρνει τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας της Αμερικανικής Ένωσης Τύπου και το Αργυρό βραβείο Φεστιβάλ Μόσχας.
Παραλειπόμενα:
Με μία πρώτη ματιά φαίνεται ο Κακογιάννης να επιλέγει ηθελημένα την παρουσίαση των νησιωτών ως τους κακούς της υπόθεσης και των Αθηναίων στο ρόλο των καλών. Εξαιτίας αυτού του διαχωρισμού, μερίδα του Τύπου κατηγόρησε τον Κακογιάννη για Ρατσιστικές τάσεις, παρόλο που η στάση αυτή του σκηνοθέτη ήταν καθαρά παραβολική.
Γυρισμένη το 1956 αποκλειστικά στην Ύδρα, κέρδισε τον ελληνικό αλλά και παγκόσμιο θαυμασμό. Απέσπασε το Ασημένιο Βραβείο στο Φεστιβάλ της Μόσχας, παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών αλλά και βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα ως η Καλύτερη Ξένη Ταινία από την Επιτροπή Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Hollywood.
Η ταινία γυρίστηκε με μικρό προϋπολογιμό μέσα σε 8 μόνο εβδομάδες και με τη χρήση μίας μόνο κάμερας. Η σκηνοθεσία του Κακογιάννη όμως με τη καταπληκτική φωτογραφία, το διαδοχικό μοντάζ, τα εξωτερικά πλάνα εξέπλησε όλο τον κινηματογραφικό κόσμο της εποχής και παραμένει ακόμα και σήμερα σπουδαίο παραδείγμα της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Την ταινία ωστόσο πλαισιώνουν δύο εξαιρετικοί ερμηνευτές: Ο Χορν με τον ιδιαίτερο τρόπο που χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, με κατάφαση που κρύβει αμφιβολία, άψογα αποδίδει έναν χαρακτήρα που αναζητά τον εαυτό του με δισταγμό αλλά που τελικά ωριμάζει μέσα από την αγάπη και την τραχύτητα της επαρχίας. Η Ελλη Λαμπέτη με διεισδυτικότητα μεταμορφώνεται από την θλιμμένη γυναίκα που απαντά (σε διάλογο με τον Παύλο για την χαρά της αγάπης): ‘Μας έχει ρημάξει η ντροπή, το μίσος, ο θάνατος’, στη δυναμική και παθιασμένη γυναίκα που φωνάζει ‘Γιατί δεν είναι ντροπή νάγαπάει κανείς. Ντροπή είναι να λέει ψέμματα και να φοβάται’. Ο Δημήτρης Χορν και η Ελλη Λαμπέτη με την εκφραστικότητα του προσώπου τους αλλά και του σώματός τους μετέφεραν με απόλυτη φυσικότητα τις σύνθετες εναλλαγές του σεναρίου.
Το Κορίτσι Με Τα Μαύρα, σφραγίζει με την πρωτοπορία της τον ελληνικό κινηματογράφο μετά τον Εμφύλιο και προσφέρει εναλλακτικές τόσο στην τεχνική όσο και στη σκηνοθεσία που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή. Η φημισμένη σκηνή της διάσωσης των παιδιών από τη βάρκα που βουλιάζει καθώς και η κηδεία που επακολουθεί αποτελούν τραγικές ειρωνίες διδαγμένες από την ελληνική αρχαιότητα, ενώ η λιτότητα που τις χαρακτηρίζει παραπέμπει στο αρχαίο ελληνικό δράμα. Έντονα επηρρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό, ο Κακογιάννης φιλτράρει την ελληνική ιδιοσυγκρασία και παράδοση και δίνει ένα χαρούμενο τέλος αλλά διακριτικό, με ρεαλισμό και χωρίς υπερβολές.
πηγή υπόθεσης: Multimedia CD-ROM Ελληνικός Κινηματογράφος 1997 ΕΘΝΟDATA
πηγή σχολίων: Ιωάννα Χουλιαρά - Cine.gr
Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010
Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010
Παλιά Αθήνα 1956 ΕΝΑ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΡΟΥΠρωτευουσιάνικες περιπέτειες
Πώς ήταν η Πλατεία Ομονοίας το 1956 σε έγχρωμη κινηματογράφηση; Οι κεντρικοί δρόμοι, τα αυτοκίνητα, οι πεζοί, οι τροχονόμοι, το Μοναστηράκι, οι χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις, τα πρατήρια βενζίνης, οι οίκοι μόδας, τα κομμωτήρια, τα φώτα των θεάτρων και η οδός Πανεπιστημίου τη νύχτα; Δείτε στο μονταρισμένο βίντεο και αν θέλετε διαβάστε για την πηγή του υλικού αυτού.
Οι "Πρωτευουσιάνικες Περιπέτειες", αν και ξεχασμένες από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, είναι η δεύτερη έγχρωμη ελληνική ταινία καθώς και η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία με σύγχρονο θέμα (μη βουκολικό), όπως επίσης και το ντεμπούτο της Ρένας Βλαχοπούλου στον κινηματογράφο. Η ταινία είναι γυρισμένη το 1956 σε σκηνοθεσία Γιάννη Πετροπουλάκη και η υπόθεσή της περιγράφει τις περιπέτειες στην Αθήνα μιας Κερκυραίας χωριατοπούλας. Αν και το ίδιο το σενάριο δεν μπορεί να κρατήσει τον σύγχρονο θεατή, η έγχρωμη απεικόνιση της Αθήνας, οι φρεσκοβαμμένες πολυκατοικίες του 1950 και η νεαρά Ρένα Βλαχοπούλου, είναι στοιχεία αρκετά για να κάνουν την ταινία αυτή ανεκτίμητη.
Το σενάριο είναι του Ηλία Λυμπερόπουλου και μαζί με τη Ρένα Βλαχοπούλου συμμετέχουν οι: Στέφανος Στρατηγός, Σταύρος Ιατρίδης, Άννυ Μπωλ, Πόπη Άλβα, Νίκος Ρίζος, Βασίλης Ανδρεόπουλος, Παμφίλη Σαντοριναίου, Δήμος Σταρένιος, Δέσποινα Παναγιωτίδου, Περικλής Χριστοφορίδης, Νίκος Βλαχόπουλος, Έλσα Ρίζου, Γιώργος Νέζος, Νίνα Σταρένιου, Νία Λειβαδά
Νανά Βιοπούλου, Κούλης Στολίγκας, Παντελής Παλιεράκης
Μουσική Μενέλαος Θεοφανίδης
Τραγούδι Ρένα Βλαχοπούλου, Χορωδία Νίκου Τσιλίφη,
Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε την 12 Νοεμβρίου 1956
Και λίγα λόγια για τον διευθυντή φωτογραφίας Βασίλη Μάρο. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1929. Σπούδασε φωτογραφία στο Μόναχο (1948-49) και εργάστηκε ως κινηματογραφιστής στην Κινηματογραφική Υπηρεσία του Στρατού (1950). Όταν ολοκλήρωσε τη θητεία του, σπούδασε με ιταλική υποτροφία στην INCOM της Ρώμης (1952-54). Για το ρεπορτάζ του στην την επανάσταση του Mossadec κέρδισε το πρώτο βραβείο επικαίρων της χρονιάς. Η επιτυχία αυτή τού ανοίγει μεγάλους δρόμους. Συνεργάζεται με το NBC της Ν. Υόρκης και τον Σπύρο Σκούρα, τότε πρόεδρο της 20th Century Fox. Πρώτη του δουλειά, η διεύθυνση φωτογραφίας στις «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» (1956), ακολουθούν συνεργασίες με FOX, BBC, και 37 βραβεία και διακρίσεις σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ.
Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΡΟΣ
Βασίλης Μάρος. Ένας φοβερός άνθρωπος , μια ζωή σα παραμύθι, ένα τεράστιο έργο που άφησε πίσω του γεμάτο αγάπη και μεράκι. Προς τα τέλη της ζωής του αποφάσισε να μου υπαγορέψει την αυτοβιογραφία του. Καπνίζοντας συνέχεια αφηγόταν και τα μάτια του λάμπανε καθώς ξαναζούσανε στιγμή στιγμή κάθε γεγονός της ζωής του. Ένα φτωχό παιδί που μεγάλωσε και επιβίωσε στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ανέκαθεν είχε τη λατρεία προς την κάμερα και τον κινηματογράφο Τα απογεύματα την έβγαζε στις κινηματογραφικές αίθουσες της εποχής στους σκοτεινούς θαλάμους προβολής κοιτώντας και μαθαίνοντας κάθε λεπτομέρεια. Τα πρωινά δούλευε σε ότι δουλειά μπορούσε να βρει και τα βράδια παρακολουθούσε νυχτερινό σχολείο. Η πιο αγαπημένη του δουλειά ήταν όταν μοίραζε τον πρωινό τύπο στους δρόμους της Αθήνας. Μέχρι που αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή και τότε άρχισαν όλα. Η αρχή μιας λαμπρής πορείας που άφησε ξωπίσω μια λαμπρή κληρονομιά που λίγοι γνωρίζουν και που προς θεού δεν πρέπει να ξεχαστεί. Κάποια στιγμή βρέθηκε ακόμη και σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αυστρία, παιδάκι ακόμη. Τα κατάφερε όμως, επιβίωσε και συνέχισε μέχρι το 2002 όπου ολοκλήρωσε το πέρασμά του από τον πλανήτη και πήρε τη θέση του στην ιστορία και στις μνήμες όλων αυτών που τον αγαπήσαμε πραγματικά. Δεν ολοκληρώσαμε την αυτοβιογραφία Τον τελευταίο καιρό ερχόταν στην αγαπημένη του Ύδρα και καθόταν σε κάποιο από τα μαγαζιά της παραλίας, χαμένος στις σκέψεις του ταξιδεύοντας στο παρελθόν του. Φίλος αγαπημένος παιδικός του Μπάμπη Μωρές και ευτυχώς είχα την τιμή να είναι και δικός μου. Ας είναι καλά και γαληνεμένη η ψυχή του όπου κι αν βρίσκεται. Κι ας μη ξεχνάμε. Ας μη ξεχνάμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που πέρασαν και έδωσαν και χάρισαν με μια ψυχή καθάρια , παιδική. Όλες οι εποχές στους χρόνους των ανθρώπων δύσκολες ήταν, μα η δύναμη το πείσμα και η καρδιά τους σταθήκαν δυνατότερες. Όπως πριν , όπως τώρα όπως πάντα θα είναι ....
"Βάρος απίστευτο
σε πλάτες απιθωμένο απάνω
σε πλάτες που νομίσανε χωλές, αδύναμες, ασθενικές
Κι όμως κρατήσαμε
πιότερο παλικάρια κι απ' τους άντρακλες
και προχωρήσαμε με το κεφάλι μας ορθό και τη ψυχή καθάρια
Κι αν ζήσουμε, ή φύγουμε, ή έχουμε, ή κλάψουμε, ή πικραθούμε, ή γελάσουμε
δεν έχει σημασία ιδιαίτερη
Είναι το μόνο που μετράει η ένταση που νιώσαμε
Το πόσα δώσαμε, χαρίσαμε, σκορπίσαμε
Πόσα εγώ θυσιάσαμε σ' αμέτρητων ειδών βωμούς
Είναι το πόσο αγαπήσαμε
Το πόσο αγαπήσαμε μονάχα"
Παγουλάτου Ανδρέα: Κείμενα του για την μικρή ταινία και το ντοκιμαντέρ
9 προτάσεις για το έργο του ντοκιμαντερίστα Βασίλη Μάρου
Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου, ανακαλύπτοντας, με την ευκαιρία του αφιερώματος που διοργανώσαμε στον μεγάλο ντοκιμαντερίστα , στα πλαίσια του Φεστιβάλ Κινηματογράφος και Πραγματικότητα, ορισμένες ταινίες του, που δεν είχαν ποτέ ως τα σήμερα προβληθεί στην Ελλάδα, διαπιστώνουμε πόσο βαθιά μας εντυπωσιάζουν, σε αρκετά από τα έργα του: η ευλυγισία και η αποτελεσματικότητα της φωτογραφίας, η ακρίβεια του μοντάζ, η αυστηρότητα και, ορισμένες φορές, η τελειότητα της κατασκευής, που δεν εμποδίζουν, όμως, μιαν αίσθηση ελευθερίας και ζωντάνιας, η διεισδυτικότητα κάποιων σχολίων, η εν δυνάμει διαχρονικότητα, τελικά, της κινηματογραφικής γραφής του.
΄Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά, μαζί με τη μεγάλη ποικιλία των θεμάτων και συνακόλουθα των ειδών του ντοκιμαντέρ που χρησιμοποιεί, συνθέτουν την ιδιοτυπία και την ιδιομορφία του ντοκιμαντερίστικου κινηματογράφου του Βασίλη Μάρου, την ποιητική διάσταση, που, σε τελευταία ανάλυση, δίνει συνοχή και συνεκτικότητα στην κινηματογραφική του δημιουργία.
Μετά από πολλαπλές αναγνώσεις κι από διάφορες αλλαγές της "γωνίας λήψης" και από προσέγγιση των σύνθετων και πολυεπίπεδων, μερικές φορές, ντοκιμαντέρ του, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε τις ακόλουθες παρατηρήσεις-προτάσεις σε σχέση με τις αισθητικές, μορφοποιητικές σταθερές του κινηματογράφου του:
1) Η καθαρότητα των στόχων και των σχεδιασμών του και η "σκηνοθετική" διαύγεια του αντιστοιχίζονται και εξισορροπούνται φυσικά κι αρμονικά με την ξεχωριστή "ετοιμότητα", που διαθέτει ως οπερατέρ και μερικές φορές καταλήγει σε ένα είδος τεχνικής δεινότητας, που είναι απαραίτητη για να συλλάβει και να καταγράψει δημιουργικά την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα των συμβάντων, των δρώμενων, των τελετουργιών, που λαμβάνουν χώρα μπροστά του.
2) Αυτή η δεινότητα δεν έχει να κάνει μονάχα με την απαίτηση για μια γρήγορη και ευλύγιστη - ροϊκή - κίνηση, ικανή να αποδώσει κινηματογραφικά την εξωτερική, επιφανειακή αλήθεια, την αληθοφάνεια της πραγματικότητας, αλλά, κυρίως, με την επιδίωξη να γίνει δυνατόν να εκφραστεί η ουσιώδης, εσωτερική και πολλές φορές κρυμμένη διάστασή της, που είναι απαραίτητη κι αναγκαία για να κατανοήσουμε ουσιαστικά και την ίδια. Ο ίδιος ο κινηματογραφιστής, αναφερόμενος στην περίοδο που έκανε ρεπορτάζ επικαίρων (1953) γράφει: "Εκείνη την εποχή που δεν υπήρχαν τα τεχνολογικά μέσα, ο οπερατέρ έπρεπε να μπει στην ψυχή της μηχανής. ΄Επρεπε να πατώ στα πόδια μου με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορώ να περιφέρομαι κυκλικά και ακόμη να μην παραπονούμαι για το βάρος της μηχανής που είχα στο χέρι (8-9 κιλά ζύγιζε). Τα πάντα γίνονταν με αστείρευτη πίστη και υπομονή, μα πάνω απ' όλα ακουμπούσα την ψυχή μου σ' αυτό που έκανα". Σ' ένα διάλογο, εξάλλου, που πραγματοποιήσαμε μαζί του ο Βασίλης Σπηλιόπουλος κι εγώ, ο κινηματογραφιστής επέμενε ιδιαίτερα πάνω στο σπουδαίο ρόλο που έπάνω στην εξέλιξή του, η δημιουργική ενασχολησή του με τα επίκαιρα, που τα χαρακτήρισε σαν "πραγματικό σχολείο" για τον ντοκιμαντερίστα.
3) Οφείλουμε, ακόμη, να διευκρινήσουμε εδώ ότι, όπως πιστεύουμε, η καθαρότητα των στόχων, που βάζει στον εαυτό του ο ντοκιμαντερίστας Βασίλης Μάρος, τις περισσότερες, τουλάχιστον, φορές, δεν έχει τίποτα το δογματικό, τίποτα το από πριν σχεδιασμένο. Αντιθέτως, μάλιστα, τον προδιαθέτει σωστά, τον κάνει να είναι "ανοιχτός" και ακόμη "διαθέσιμος" για να συλλάβει, να κατανοήσει ο ίδιος, όσο γίνεται πιο γρήγορα, και να καταγράψει, με τον πιο αποδοτικό τρόπο, το απρόβλεπτο, το α-κανονικό, το ασυνήθιστο και το εξαιρετικό, που θα μπορούσε να συμβεί την ώρα των γυρισμάτων. Η περίοδος της έντονης προετοιμασίας και έρευνας, που του χρησιμεύει για να ξεκαθαρίσει τους στόχους του και να διαλέξει τις κατευθύνσεις που θ'ακολουθήσει η εργασία του, τον προφυλάσσει, δηλαδή, από τις άσκοπες κινήσεις, από τις πιθανές παγίδες του εύκολα "θεαματικού" και του γραφικού, αλλά συγχρόνως δεν τον απομονώνει, δεν τον αδρανοποιεί. Τον κάνει, δηλαδή, πιο αποτελεσματικό και ευρηματικό στην καταγραφή και την απόδοση της πολύπλοκης, πολυεπίπεδης και, ορισμένες φορές, χαώδους πραγματικότητας.
4) ΄Οσο για τη "σκηνοθετική" διαύγειά του, αυτή τον βοηθάει να ανιχνεύσει και να αποκαλύψει τις δυνατότητες που του προσφέρονται, από την περίοδο κιόλας της προετοιμασίας και της έρευνας πάνω σ' ένα συγκεκριμένο θέμα. Τον οδηγεί στο ν' αποκτήσει ένα όσο γίνεται πιο πλούσιο και πιο ποικίλο, αλλά όχι άσχετο με τους βασικούς άξονες του θέματος, υλικό, στην αποφασιστικής σημασίας φάση των γυρισμάτων, για τα οποία δεν έχει συνήθως εντοπίσει από τα πριν τους χώρους και τα τοπία. Τ' ανακαλύπτει, τις περισσότερες φορές, τη στιγμή που τα γεγονότα, τα δρώμενα ή οι διάφορες τελετουργίες, που τον ενδιαφέρουν, συμβαίνουν: διαφαίνεται, τελικά, ολοκληρωμένη σαν σκηνοθετική στάση και ύφος στην επίπονη και ιδιαίτερα σημαντική περίοδο της επεξεργασίας του μοντάζ.
5) Ο έκδηλος ανθρωποκεντρισμός των ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου δεν λειτουργεί με απολυτότητα, έτσι που να "διαγράφεται", όπως συμβαίνει σε ορισμένα σύγχρονα ντοκιμαντέρ, ο,τιδήποτε άλλο πέρα από τον άνθρωπο και την ζωή του. Σε πολλές περιπτώσεις, σε ντοκιμαντέρ του [Σινά: ΄Ενας Θεός, τρεις προφήτες (1968) , Κρήτη και Νεοέλληνες Ποιητές (1978) κ.ά.] το "ταξίδι" προς τον άνθρωπο περνάει από διάφορες αναγκαίες περιπλανήσεις και λοξοδρομήματα μέσα στην ίδια τη φύση και στα κρυμμένα "μυστήρια" και μυστικά της, που, από τη στιγμή που τα προσεγγίζει, ο ντοκιμαντερίστας, βρίσκει τον κατάλληλο τρόπο για να τα αρθρώσει, να τα διατυπώσει, με το ιδιαίτερο κινηματογραφικό του ύφος και να τα αποκαλύψει, έτσι ώστε να γίνουν κατανοητά από τους θεατές-αναγνώστες των ταινιών του. Αυτές οι περι-πλανήσεις, τα λοξοδρομήματα κι οι προσεγγίσεις της φύσης επιβεβαιώνονται αναγκαίες για μια δημιουργική ιστορική και πολιτισμική αναζήτηση, που μας φέρνει, με ουσιαστικό και λειτουργικό τρόπο, στον άνθρωπο και το ρόλο που έχει διαδραματίσει στην ιστορία και τον πολιτισμό.
6) Η ιδιαίτερη ποίηση που χαρακτηρίζει τον κινηματογράφο του Βασίλη Μάρου και την βρίσκουμε σε αρκετά ντοκιμαντέρ του, δίνοντάς τους, όπως είπαμε, μια ξεχωριστή συνεκτικότητα και πυκνότητα,νομίζω ότι χαρακτηρίζεται ακόμη από μια ελλειπτικότητα - μερικές φορές, θα έπρεπε να πούμε: αποσπασματικότητα: αφηγηματικά άλματα, παρεκκλίσεις και κινηματογραφικού τύπου νεολογισμούς, που τονώνουν συχνά το ενδιαφέρον του θεατή-αναγνώστη, νεύρο, ευλυγισία στους "αρμούς", μορφική ιδιοτυπία και πρωτοτυπία. ΄Ολα αυτά τα στοιχεία τον συνδέουν με τις καινούργιες μοντερνιστικές τάσεις που εκδηλώνονται στον ευρωπαϊκό, κυρίως κινηματογράφο, αλλά και τις άλλες τέχνες, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές των χρόνων του '60. Θα εύρισκε, πράγματι, κανείς, πολλές αντιστοιχίες και αναλογίες ανάμεσα στις ταινίες του και τα ντοκιμαντέρ, όπως και γενικότερα, το ντοκιμαντερίστικο ύφος των ταινιών του αγγλικο free cinema ή ακόμη και τα πιο ντοκιμαντερίστικα αποσπάσματα ταινιών της γαλλικής nouvelle vague: ενδεικτική είναι η περίπτωση της τόσο πρωτότυπης από μορφική άποψη και δυνατής του ταινίας: Η Αθήνα χορεύει ροκ εντ ρολ (1957) , που θα μπορούσαμε, μάλιστα, να της βρούμε πολλά προδρομικά κατασκευαστικά, μορφικά και αφηγηματικά στοιχεία. Ο ίδιος, άλλωστε, ο κινηματογραφιστής μας ανέφερε το ενδιαφέρον που είχε για τα μοντερνιστικά και πρωτοποριακά ντοκιμαντέρ του Γιόρις ΄Ιβενς ή για ορισμένα έργα της αγγλικής σχολής.
7) Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε, εδώ, ότι αυτή η ιδιαίτερη ποιητική διάσταση και η ποίηση ορισμένων ντοκιμαντέρ του, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει,σε κάποιο βαθμό, ακόμη και στις ιστορικές ταινίες του, ντοκιμαντέρ, βασισμένα αποκλειστικά ή κυρίως στο μοντάζ επικαίρων και διαφόρων άλλων σκηνών, ντοκουμέντων από στρατιωτικά αρχεία κ.λπ., όπως η γνωστή Τραγωδία του Αιγαίου (1961) ή η πιο πρόσφατη ταινία του Φλόγες στον Ατλαντικό (1994) . Είναι η αυστηρή επιλογή του υλικού, η ξεχωριστή ποιότητα των επιλεγμένων αποσπασμάτων και η επινοητικότητα και η ακρίβεια του μοντάζ που δημιουργούν, σ' αυτές τις περιπτώσεις, την αίσθηση ενός ποιητικού ρυθμού, μιας ιδιότυπης μουσικής.
8) Η μοντερνιστικού χαρακτήρα ποιητική διάσταση χαρακτηρίζεται ακόμη από έναν υπόγειο στοχαστικό και μετρημένο, γι' αυτό το λόγο και αποφασιστικής σημασίας λυρισμό. Θεωρώ ως πιο σημαίνοντα παραγείγματα της εκδήλωσης αυτού του λυρισμού τα ντοκιμαντέρ του: ΄Υδρα (1958) , Κάλυμνος, το νησί των σφουγγαράδων (1963) , Πάσχα στο ΄Αγιο ΄Ορος (1966) , Αναστενάρια (1966) , Σινά: ΄Ενας Θεός, τρεις προφήτες (1968), Κρήτη και Νεοέλληνες Ποιητές (1978) και Μετέωρα, οι κατακόμβες του ουρανού (1992) . Μια ποιητική χροιά υπάρχει επίσης σε διάφορα ντοκιμαντέρ-προσωπογραφίες του γνωστών ζωγράφων και ηθοποιών, καθώς και μερικών άλλων προσωπικοτήτων .
9) Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να κάνουμε στην εξαιρετική, σύνθετη ποιητική ταινία: Ελλάδα χωρίς κολώνες (1964), που ανήκει, εξωτερικά τουλάχιστον, στα ιστορικά ντοκιμαντέρ ανάλυσης και κριτικής. Αποτελεί, όπως διαπιστώνουμε, βλέποντάς τη, μιαν ιδιότυπη συνέχεια της γνωστής και πολυβραβευμένης του ταινίας Τραγωδία του Αιγαίου (1961). Η ταινία, όμως, αυτή δεν αποτελεί ένα ντοκιμαντέρ, βασισμένο στο μοντάζ επικαίρων και αρχειακών υλικών, γυρισμένων στο παρελθόν από άλλους. Είναι ολόκληρη κινηματογραφημένη μέσα στη φλέγουσα, γεμάτη ζωντανούς προβληματισμούς, διεκδικήσεις και αγώνες πραγματικότητα της Ελλάδας του 1964, σαν ένα είδος πολιτιστικής και κοινωνικοπολιτικής εξερεύνησης των δρόμων που ακολουθεί η σύγχρονη ελληνική ιστορία, με μια μοναδική για την εποχή εκείνη διεισδυτικότητα και οξυδέρκεια, που σημαδεύει ως και το επίπεδο της κατασκευής της, σε λειτουργική σχέση και με το προβληματισμένο σχόλιο. Το ντοκιμαντέρ αυτό, παραγωγή του B.B.C., γυρισμένη χωρίς αυτοπεριορισμούς και λογοκρισίες, προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του μεγάλου αφιερώματος στον Βασίλη Μάρο, που οργανώσαμε ο Βασίλης Σπηλιόπουλος κι εγώ και του 8ου Φεστιβάλ Κινηματογραφος και Πραγματικότητα, τον Φεβρουάριο 1995. Πιστεύω ότι είναι μια ταινία-σταθμός για ολόκληρο τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο κι αυτό, όχι μονάχα, γιατί προσεγγίζονται, με εξαιρετική διαύγεια, τα καίρια και πιεστικά προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας (γραφειοκρατία, αστυφιλία, φτώχια, μετανάστευση κ.λπ.) αλλά πολύ περισσότερο, γιατί αυτό επιτυγχάνεται με ουσιαστικά κριτικό, αποστασιοποιημένο, ειρωνικά ποιητικό και κινηματογραφικό τρόπο, που αποδίδει, με μια εξαιρετική φωτογραφία και ένα "μουσικού τύπου" μοντάζ, τις διάρκειες, τις συχνότητες, το άδειο και το γεμάτο, το άκρως ενεργό και το τελείως αδρανές, τους ρυθμούς και την αρρυθμία, τους σφυγμούς της πολύ "ταραγμένης" σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου, ανακαλύπτοντας, με την ευκαιρία του αφιερώματος που διοργανώσαμε στον μεγάλο ντοκιμαντερίστα , στα πλαίσια του Φεστιβάλ Κινηματογράφος και Πραγματικότητα, ορισμένες ταινίες του, που δεν είχαν ποτέ ως τα σήμερα προβληθεί στην Ελλάδα, διαπιστώνουμε πόσο βαθιά μας εντυπωσιάζουν, σε αρκετά από τα έργα του: η ευλυγισία και η αποτελεσματικότητα της φωτογραφίας, η ακρίβεια του μοντάζ, η αυστηρότητα και, ορισμένες φορές, η τελειότητα της κατασκευής, που δεν εμποδίζουν, όμως, μιαν αίσθηση ελευθερίας και ζωντάνιας, η διεισδυτικότητα κάποιων σχολίων, η εν δυνάμει διαχρονικότητα, τελικά, της κινηματογραφικής γραφής του.
΄Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά, μαζί με τη μεγάλη ποικιλία των θεμάτων και συνακόλουθα των ειδών του ντοκιμαντέρ που χρησιμοποιεί, συνθέτουν την ιδιοτυπία και την ιδιομορφία του ντοκιμαντερίστικου κινηματογράφου του Βασίλη Μάρου, την ποιητική διάσταση, που, σε τελευταία ανάλυση, δίνει συνοχή και συνεκτικότητα στην κινηματογραφική του δημιουργία.
Μετά από πολλαπλές αναγνώσεις κι από διάφορες αλλαγές της "γωνίας λήψης" και από προσέγγιση των σύνθετων και πολυεπίπεδων, μερικές φορές, ντοκιμαντέρ του, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε τις ακόλουθες παρατηρήσεις-προτάσεις σε σχέση με τις αισθητικές, μορφοποιητικές σταθερές του κινηματογράφου του:
1) Η καθαρότητα των στόχων και των σχεδιασμών του και η "σκηνοθετική" διαύγεια του αντιστοιχίζονται και εξισορροπούνται φυσικά κι αρμονικά με την ξεχωριστή "ετοιμότητα", που διαθέτει ως οπερατέρ και μερικές φορές καταλήγει σε ένα είδος τεχνικής δεινότητας, που είναι απαραίτητη για να συλλάβει και να καταγράψει δημιουργικά την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα των συμβάντων, των δρώμενων, των τελετουργιών, που λαμβάνουν χώρα μπροστά του.
2) Αυτή η δεινότητα δεν έχει να κάνει μονάχα με την απαίτηση για μια γρήγορη και ευλύγιστη - ροϊκή - κίνηση, ικανή να αποδώσει κινηματογραφικά την εξωτερική, επιφανειακή αλήθεια, την αληθοφάνεια της πραγματικότητας, αλλά, κυρίως, με την επιδίωξη να γίνει δυνατόν να εκφραστεί η ουσιώδης, εσωτερική και πολλές φορές κρυμμένη διάστασή της, που είναι απαραίτητη κι αναγκαία για να κατανοήσουμε ουσιαστικά και την ίδια. Ο ίδιος ο κινηματογραφιστής, αναφερόμενος στην περίοδο που έκανε ρεπορτάζ επικαίρων (1953) γράφει: "Εκείνη την εποχή που δεν υπήρχαν τα τεχνολογικά μέσα, ο οπερατέρ έπρεπε να μπει στην ψυχή της μηχανής. ΄Επρεπε να πατώ στα πόδια μου με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορώ να περιφέρομαι κυκλικά και ακόμη να μην παραπονούμαι για το βάρος της μηχανής που είχα στο χέρι (8-9 κιλά ζύγιζε). Τα πάντα γίνονταν με αστείρευτη πίστη και υπομονή, μα πάνω απ' όλα ακουμπούσα την ψυχή μου σ' αυτό που έκανα". Σ' ένα διάλογο, εξάλλου, που πραγματοποιήσαμε μαζί του ο Βασίλης Σπηλιόπουλος κι εγώ, ο κινηματογραφιστής επέμενε ιδιαίτερα πάνω στο σπουδαίο ρόλο που έπάνω στην εξέλιξή του, η δημιουργική ενασχολησή του με τα επίκαιρα, που τα χαρακτήρισε σαν "πραγματικό σχολείο" για τον ντοκιμαντερίστα.
3) Οφείλουμε, ακόμη, να διευκρινήσουμε εδώ ότι, όπως πιστεύουμε, η καθαρότητα των στόχων, που βάζει στον εαυτό του ο ντοκιμαντερίστας Βασίλης Μάρος, τις περισσότερες, τουλάχιστον, φορές, δεν έχει τίποτα το δογματικό, τίποτα το από πριν σχεδιασμένο. Αντιθέτως, μάλιστα, τον προδιαθέτει σωστά, τον κάνει να είναι "ανοιχτός" και ακόμη "διαθέσιμος" για να συλλάβει, να κατανοήσει ο ίδιος, όσο γίνεται πιο γρήγορα, και να καταγράψει, με τον πιο αποδοτικό τρόπο, το απρόβλεπτο, το α-κανονικό, το ασυνήθιστο και το εξαιρετικό, που θα μπορούσε να συμβεί την ώρα των γυρισμάτων. Η περίοδος της έντονης προετοιμασίας και έρευνας, που του χρησιμεύει για να ξεκαθαρίσει τους στόχους του και να διαλέξει τις κατευθύνσεις που θ'ακολουθήσει η εργασία του, τον προφυλάσσει, δηλαδή, από τις άσκοπες κινήσεις, από τις πιθανές παγίδες του εύκολα "θεαματικού" και του γραφικού, αλλά συγχρόνως δεν τον απομονώνει, δεν τον αδρανοποιεί. Τον κάνει, δηλαδή, πιο αποτελεσματικό και ευρηματικό στην καταγραφή και την απόδοση της πολύπλοκης, πολυεπίπεδης και, ορισμένες φορές, χαώδους πραγματικότητας.
4) ΄Οσο για τη "σκηνοθετική" διαύγειά του, αυτή τον βοηθάει να ανιχνεύσει και να αποκαλύψει τις δυνατότητες που του προσφέρονται, από την περίοδο κιόλας της προετοιμασίας και της έρευνας πάνω σ' ένα συγκεκριμένο θέμα. Τον οδηγεί στο ν' αποκτήσει ένα όσο γίνεται πιο πλούσιο και πιο ποικίλο, αλλά όχι άσχετο με τους βασικούς άξονες του θέματος, υλικό, στην αποφασιστικής σημασίας φάση των γυρισμάτων, για τα οποία δεν έχει συνήθως εντοπίσει από τα πριν τους χώρους και τα τοπία. Τ' ανακαλύπτει, τις περισσότερες φορές, τη στιγμή που τα γεγονότα, τα δρώμενα ή οι διάφορες τελετουργίες, που τον ενδιαφέρουν, συμβαίνουν: διαφαίνεται, τελικά, ολοκληρωμένη σαν σκηνοθετική στάση και ύφος στην επίπονη και ιδιαίτερα σημαντική περίοδο της επεξεργασίας του μοντάζ.
5) Ο έκδηλος ανθρωποκεντρισμός των ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου δεν λειτουργεί με απολυτότητα, έτσι που να "διαγράφεται", όπως συμβαίνει σε ορισμένα σύγχρονα ντοκιμαντέρ, ο,τιδήποτε άλλο πέρα από τον άνθρωπο και την ζωή του. Σε πολλές περιπτώσεις, σε ντοκιμαντέρ του [Σινά: ΄Ενας Θεός, τρεις προφήτες (1968) , Κρήτη και Νεοέλληνες Ποιητές (1978) κ.ά.] το "ταξίδι" προς τον άνθρωπο περνάει από διάφορες αναγκαίες περιπλανήσεις και λοξοδρομήματα μέσα στην ίδια τη φύση και στα κρυμμένα "μυστήρια" και μυστικά της, που, από τη στιγμή που τα προσεγγίζει, ο ντοκιμαντερίστας, βρίσκει τον κατάλληλο τρόπο για να τα αρθρώσει, να τα διατυπώσει, με το ιδιαίτερο κινηματογραφικό του ύφος και να τα αποκαλύψει, έτσι ώστε να γίνουν κατανοητά από τους θεατές-αναγνώστες των ταινιών του. Αυτές οι περι-πλανήσεις, τα λοξοδρομήματα κι οι προσεγγίσεις της φύσης επιβεβαιώνονται αναγκαίες για μια δημιουργική ιστορική και πολιτισμική αναζήτηση, που μας φέρνει, με ουσιαστικό και λειτουργικό τρόπο, στον άνθρωπο και το ρόλο που έχει διαδραματίσει στην ιστορία και τον πολιτισμό.
6) Η ιδιαίτερη ποίηση που χαρακτηρίζει τον κινηματογράφο του Βασίλη Μάρου και την βρίσκουμε σε αρκετά ντοκιμαντέρ του, δίνοντάς τους, όπως είπαμε, μια ξεχωριστή συνεκτικότητα και πυκνότητα,νομίζω ότι χαρακτηρίζεται ακόμη από μια ελλειπτικότητα - μερικές φορές, θα έπρεπε να πούμε: αποσπασματικότητα: αφηγηματικά άλματα, παρεκκλίσεις και κινηματογραφικού τύπου νεολογισμούς, που τονώνουν συχνά το ενδιαφέρον του θεατή-αναγνώστη, νεύρο, ευλυγισία στους "αρμούς", μορφική ιδιοτυπία και πρωτοτυπία. ΄Ολα αυτά τα στοιχεία τον συνδέουν με τις καινούργιες μοντερνιστικές τάσεις που εκδηλώνονται στον ευρωπαϊκό, κυρίως κινηματογράφο, αλλά και τις άλλες τέχνες, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές των χρόνων του '60. Θα εύρισκε, πράγματι, κανείς, πολλές αντιστοιχίες και αναλογίες ανάμεσα στις ταινίες του και τα ντοκιμαντέρ, όπως και γενικότερα, το ντοκιμαντερίστικο ύφος των ταινιών του αγγλικο free cinema ή ακόμη και τα πιο ντοκιμαντερίστικα αποσπάσματα ταινιών της γαλλικής nouvelle vague: ενδεικτική είναι η περίπτωση της τόσο πρωτότυπης από μορφική άποψη και δυνατής του ταινίας: Η Αθήνα χορεύει ροκ εντ ρολ (1957) , που θα μπορούσαμε, μάλιστα, να της βρούμε πολλά προδρομικά κατασκευαστικά, μορφικά και αφηγηματικά στοιχεία. Ο ίδιος, άλλωστε, ο κινηματογραφιστής μας ανέφερε το ενδιαφέρον που είχε για τα μοντερνιστικά και πρωτοποριακά ντοκιμαντέρ του Γιόρις ΄Ιβενς ή για ορισμένα έργα της αγγλικής σχολής.
7) Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε, εδώ, ότι αυτή η ιδιαίτερη ποιητική διάσταση και η ποίηση ορισμένων ντοκιμαντέρ του, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει,σε κάποιο βαθμό, ακόμη και στις ιστορικές ταινίες του, ντοκιμαντέρ, βασισμένα αποκλειστικά ή κυρίως στο μοντάζ επικαίρων και διαφόρων άλλων σκηνών, ντοκουμέντων από στρατιωτικά αρχεία κ.λπ., όπως η γνωστή Τραγωδία του Αιγαίου (1961) ή η πιο πρόσφατη ταινία του Φλόγες στον Ατλαντικό (1994) . Είναι η αυστηρή επιλογή του υλικού, η ξεχωριστή ποιότητα των επιλεγμένων αποσπασμάτων και η επινοητικότητα και η ακρίβεια του μοντάζ που δημιουργούν, σ' αυτές τις περιπτώσεις, την αίσθηση ενός ποιητικού ρυθμού, μιας ιδιότυπης μουσικής.
8) Η μοντερνιστικού χαρακτήρα ποιητική διάσταση χαρακτηρίζεται ακόμη από έναν υπόγειο στοχαστικό και μετρημένο, γι' αυτό το λόγο και αποφασιστικής σημασίας λυρισμό. Θεωρώ ως πιο σημαίνοντα παραγείγματα της εκδήλωσης αυτού του λυρισμού τα ντοκιμαντέρ του: ΄Υδρα (1958) , Κάλυμνος, το νησί των σφουγγαράδων (1963) , Πάσχα στο ΄Αγιο ΄Ορος (1966) , Αναστενάρια (1966) , Σινά: ΄Ενας Θεός, τρεις προφήτες (1968), Κρήτη και Νεοέλληνες Ποιητές (1978) και Μετέωρα, οι κατακόμβες του ουρανού (1992) . Μια ποιητική χροιά υπάρχει επίσης σε διάφορα ντοκιμαντέρ-προσωπογραφίες του γνωστών ζωγράφων και ηθοποιών, καθώς και μερικών άλλων προσωπικοτήτων .
9) Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να κάνουμε στην εξαιρετική, σύνθετη ποιητική ταινία: Ελλάδα χωρίς κολώνες (1964), που ανήκει, εξωτερικά τουλάχιστον, στα ιστορικά ντοκιμαντέρ ανάλυσης και κριτικής. Αποτελεί, όπως διαπιστώνουμε, βλέποντάς τη, μιαν ιδιότυπη συνέχεια της γνωστής και πολυβραβευμένης του ταινίας Τραγωδία του Αιγαίου (1961). Η ταινία, όμως, αυτή δεν αποτελεί ένα ντοκιμαντέρ, βασισμένο στο μοντάζ επικαίρων και αρχειακών υλικών, γυρισμένων στο παρελθόν από άλλους. Είναι ολόκληρη κινηματογραφημένη μέσα στη φλέγουσα, γεμάτη ζωντανούς προβληματισμούς, διεκδικήσεις και αγώνες πραγματικότητα της Ελλάδας του 1964, σαν ένα είδος πολιτιστικής και κοινωνικοπολιτικής εξερεύνησης των δρόμων που ακολουθεί η σύγχρονη ελληνική ιστορία, με μια μοναδική για την εποχή εκείνη διεισδυτικότητα και οξυδέρκεια, που σημαδεύει ως και το επίπεδο της κατασκευής της, σε λειτουργική σχέση και με το προβληματισμένο σχόλιο. Το ντοκιμαντέρ αυτό, παραγωγή του B.B.C., γυρισμένη χωρίς αυτοπεριορισμούς και λογοκρισίες, προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του μεγάλου αφιερώματος στον Βασίλη Μάρο, που οργανώσαμε ο Βασίλης Σπηλιόπουλος κι εγώ και του 8ου Φεστιβάλ Κινηματογραφος και Πραγματικότητα, τον Φεβρουάριο 1995. Πιστεύω ότι είναι μια ταινία-σταθμός για ολόκληρο τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο κι αυτό, όχι μονάχα, γιατί προσεγγίζονται, με εξαιρετική διαύγεια, τα καίρια και πιεστικά προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας (γραφειοκρατία, αστυφιλία, φτώχια, μετανάστευση κ.λπ.) αλλά πολύ περισσότερο, γιατί αυτό επιτυγχάνεται με ουσιαστικά κριτικό, αποστασιοποιημένο, ειρωνικά ποιητικό και κινηματογραφικό τρόπο, που αποδίδει, με μια εξαιρετική φωτογραφία και ένα "μουσικού τύπου" μοντάζ, τις διάρκειες, τις συχνότητες, το άδειο και το γεμάτο, το άκρως ενεργό και το τελείως αδρανές, τους ρυθμούς και την αρρυθμία, τους σφυγμούς της πολύ "ταραγμένης" σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΡΟΣ 1929-2002
Ο Βασίλης Μάρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1929. Αρχικά σπούδασε φωτογραφία στο Μόναχο και στη συνέχεια διεύθυνση φωτογραφίας στη Ρώμη. Αργότερα, παρακολούθησε σεμινάρια τηλεόρασης στο Μιλάνο και κατόπιν στο Λονδίνο (BBC). Στα πενήντα χρόνια της κινηματογραφικής καριέρας του συνεργάστηκε με τις κινηματογραφικές εταιρίες ΝΒC και 20th Century Fox και εργάστηκε σαν οπερατέρ σε μεγάλες αμερικάνικες κινηματογραφικές παραγωγές που γυρίστηκαν στην Ελλάδα («Το παιδί και το δελφίνι», «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», «Συνέβη στην Αθήνα», «Ο Λέων της Σπάρτης») και της πρώτης έγχρωμης ελληνικής ταινίας «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» (1955).
Από το 1957 άρχισε να γυρίζει δικά του ντοκιμαντέρ, είδος, στο οποίο αφοσιώθηκε τελικά, και στο οποίο διέπρεψε, αποσπώντας πλήθος βραβείων σε διεθνή φεστιβάλ (Σαν Φραντσίσκο, Μελβούρνη, κ.ά.). Το 1961 απέσπασε και το ειδικό βραβείο του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου για το ντοκιμαντέρ του «Τραγωδία του Αιγαίου». Απέσπασε, επίσης, βραβεία του Διεθνούς Φεστιβάλ Τηλεόρασης του Μόντε Κάρλο, της Βρετανικής Ακαδημίας Τέχνης - Κινηματογράφου -Τηλεόρασης, τη «Χρυσή Αρπα» του Δουβλίνου, το βραβείο της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, κ.ά.
Ο Βασίλης Μάρος γύρισε γύρω στα σαράντα ντοκιμαντέρ, πολλά από τα οποία είχαν πολιτιστικό και ιστορικό περιεχόμενο και προορίζονταν για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Μεταξύ αυτών και τα εξής: «Η Κατίνα Παξινού και το Αρχαίο Θέατρο», «Αγιον Ορος», «Ερρίκος Σλήμαν», «Αναστενάρια», «Το μπουζούκι», «Ιστορία του ρεμπέτικου» (με τη συμμετοχή των Μ. Βαμβακάρη, Β. Τσιτσάνη, Μπαγιαντέρα), «1940-πέραν του καθήκοντος», «Δημοτικοί Χοροί», «Ορος Σινά», «Κρήτη και Νεοέλληνες ποιητές», «Χατζηκυριάκος - Γκίκας, ένας Ελληνας ζωγράφος», «Μετέωρα, 600 χρόνια», «Και ο Ορφέας τραγουδάει», «Η μάχη στην Ακρόπολη»,«Ο Παρθενώνας αργοπεθαίνει», κ.ά.
"Ολα τα ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου" : Παρθενώνας, Ύδρα, Ρόδος, Κατίνα Παξινού και το αρχαίο ελληνικό θέατρο, Τραγωδία του Αιγαίου, Κάλυμνος, Ελλάς χωρίς κολώνες, Πάσχα στο Άγιο όρος, Και ο Ορφέας τραγουδά, Αναστενάρια, Λυκαβηττός, Ερρίκος Σλήμαν, Όρος Σινά, Ο κόσμος των εικόνων, Το μπουζούκι, Ελληνικές παραδόσεις, Ρίζες, Η Κρήτη και οι νεοέλληνες ποιητές, Χατζηκυριάκος Γκίκας, Η μαγεία του χορού, Μάχη για την σωτηρία του Παρθενώνα, Πέραν του καθήκοντος, Η μάχη της Κρήτης, Ιερός λόχος, Μετέωρα, Έλληνες μαχητές στο Eλ Αλαμέιν, Φλόγες στον Aτλαντικό, Βενιζέλος
Η t-short σε συνεργασία με το κανάλι της Βουλής, πέτυχε την διανομή 28 τίτλων, ντοκιμαντέρ, του Βασίλη Μάρου.
ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ
ΥΔΡΑ
ΡΟΔΟΣ
ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΚΑΛΥΜΝΟΣ
ΕΛΛΑΣ ΧΩΡΙΣ ΚΟΛΩΝΕΣ
ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
ΚΑΙ Ο ΟΡΦΕΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ
ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ
ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ
ΕΡΡΙΚΟΣ ΣΛΗΜΑΝ
ΟΡΟΣ ΣΙΝΑ
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
ΡΙΖΕΣ
Η ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ ΓΚΙΚΑΣ
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ
ΜΕΤΕΩΡΑ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΧΗΤΕΣ ΣΤΟ ΕΛ ΑΛΑΜΕΙΝ
ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Από το 1957 άρχισε να γυρίζει δικά του ντοκιμαντέρ, είδος, στο οποίο αφοσιώθηκε τελικά, και στο οποίο διέπρεψε, αποσπώντας πλήθος βραβείων σε διεθνή φεστιβάλ (Σαν Φραντσίσκο, Μελβούρνη, κ.ά.). Το 1961 απέσπασε και το ειδικό βραβείο του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου για το ντοκιμαντέρ του «Τραγωδία του Αιγαίου». Απέσπασε, επίσης, βραβεία του Διεθνούς Φεστιβάλ Τηλεόρασης του Μόντε Κάρλο, της Βρετανικής Ακαδημίας Τέχνης - Κινηματογράφου -Τηλεόρασης, τη «Χρυσή Αρπα» του Δουβλίνου, το βραβείο της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, κ.ά.
Ο Βασίλης Μάρος γύρισε γύρω στα σαράντα ντοκιμαντέρ, πολλά από τα οποία είχαν πολιτιστικό και ιστορικό περιεχόμενο και προορίζονταν για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Μεταξύ αυτών και τα εξής: «Η Κατίνα Παξινού και το Αρχαίο Θέατρο», «Αγιον Ορος», «Ερρίκος Σλήμαν», «Αναστενάρια», «Το μπουζούκι», «Ιστορία του ρεμπέτικου» (με τη συμμετοχή των Μ. Βαμβακάρη, Β. Τσιτσάνη, Μπαγιαντέρα), «1940-πέραν του καθήκοντος», «Δημοτικοί Χοροί», «Ορος Σινά», «Κρήτη και Νεοέλληνες ποιητές», «Χατζηκυριάκος - Γκίκας, ένας Ελληνας ζωγράφος», «Μετέωρα, 600 χρόνια», «Και ο Ορφέας τραγουδάει», «Η μάχη στην Ακρόπολη»,«Ο Παρθενώνας αργοπεθαίνει», κ.ά.
"Ολα τα ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου" : Παρθενώνας, Ύδρα, Ρόδος, Κατίνα Παξινού και το αρχαίο ελληνικό θέατρο, Τραγωδία του Αιγαίου, Κάλυμνος, Ελλάς χωρίς κολώνες, Πάσχα στο Άγιο όρος, Και ο Ορφέας τραγουδά, Αναστενάρια, Λυκαβηττός, Ερρίκος Σλήμαν, Όρος Σινά, Ο κόσμος των εικόνων, Το μπουζούκι, Ελληνικές παραδόσεις, Ρίζες, Η Κρήτη και οι νεοέλληνες ποιητές, Χατζηκυριάκος Γκίκας, Η μαγεία του χορού, Μάχη για την σωτηρία του Παρθενώνα, Πέραν του καθήκοντος, Η μάχη της Κρήτης, Ιερός λόχος, Μετέωρα, Έλληνες μαχητές στο Eλ Αλαμέιν, Φλόγες στον Aτλαντικό, Βενιζέλος
Η t-short σε συνεργασία με το κανάλι της Βουλής, πέτυχε την διανομή 28 τίτλων, ντοκιμαντέρ, του Βασίλη Μάρου.
ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ
ΥΔΡΑ
ΡΟΔΟΣ
ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΚΑΛΥΜΝΟΣ
ΕΛΛΑΣ ΧΩΡΙΣ ΚΟΛΩΝΕΣ
ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
ΚΑΙ Ο ΟΡΦΕΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ
ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ
ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ
ΕΡΡΙΚΟΣ ΣΛΗΜΑΝ
ΟΡΟΣ ΣΙΝΑ
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
ΡΙΖΕΣ
Η ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ ΓΚΙΚΑΣ
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ
ΜΕΤΕΩΡΑ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΧΗΤΕΣ ΣΤΟ ΕΛ ΑΛΑΜΕΙΝ
ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΚΥΡΙΩΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ
Υδρα, το γραφικό νησίτου Αργοσαρωνικού, που... γοητεύει
Το πρόβλημα της ακτοπλοϊκής γραμμής παραμένει έντονο, αφού συμβατικό πλοίο δεν υπάρχει για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες
Αυξημένη κίνηση παρατηρείται, δυστυχώς, μόνο τα Σαββατοκύριακα,στα νησιά του Αργοσαρωνικού που αποτελούν και τους κοντινούς προορισμούς για τουςκατοίκους του λεκανοπεδίου.
Επιμέλεια: ΔΗΜΗΤΡΗΣΓ. ΑΛΦΙΕΡΗΣ
Τα νησιά με το μεγαλύτερο τουριστικό ενδιαφέρον μονοπωλούν ηΥδρα και οι Σπέτσες. Οι ολιγοήμερες διακοπές αποτελούν μικρές ανάσες απόδρασης από την καθημερινότητα, τις έννοιες και τα προβλήματα. Το πρόβλημα της ακτοπλοϊκής γραμμής παραμένει έντονο
και για τα δύο αυτά νησιά, αφού συμβατικό πλοίο δεν υπάρχει για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες, όχι μόνο των επισκεπτών αλλά και των μόνιμων κατοίκων, που τον χειμώνα απομονώνονται και αφήνονται στο έλεος του Θεού από την ένταση των μποφόρ. Οι έντονες, συντονισμένες και αλλεπάλληλες προσπάθειες από τις δημοτικές αρχές των νησιών προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας δεν απέδωσαν καρπούς, με τα μικρά ταχύπλοα σκάφη να μονοπωλούν τις γραμμές των δύο νησιών.
Οι επισκέπτες και οι κάτοικοι των Σπετσών εξυπηρετούνται διά ξηράς, αφού μόνο μερικές οργιές χωρίζουν το νησί από το Πόρτο Χέλι.
Υψηλό κόστος
Αυτοί που, τελικά, θα καταφέρουν να φτάσουν στο γραφικό νησί της Υδρας, πληρώνοντας περισσότερα από 50 ευρώ για ένα εισιτήριο με επιστροφή, θα απολαύσουν τη φυσική, άγρια ομορφιά της, την αρχοντική αρχιτεκτονική της και θα γνωρίσουν την πλούσια ιστορία της.
Το ιστορικό, καλοδιατηρημένο και πρόσφατα ανακαινισμένο, μοναστήρι της Υδρας στο κέντρο του λιμανιού ξυπνάει στους προσκυνητές ιστορικές μνήμες προκαλώντας δέος και κατάνυξη. Στον ίδιο χώρο φιλοξενείται το δημαρχείο και το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Μητροπόλεως Υδρας Σπετσών και Αιγίνης, έργο το οποίο πραγματοποιήθηκε με προτροπή του ητροπολίτη
Υδρας κ. Εφραίμ και εγκαινιάστηκε από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο.
Επισκέψεις
Τα έξι μοναστήρια στην περιφέρεια του νησιού, ανοιχτά στους επισκέπτες, αποτελούν ζωντανούς πνευματικούς πνεύμονες. Με τη μοναδική τους φιλοξενία, ο προσκυνητής γίνεται γνώστης της παραδοσιακής μοναχικής αρχοντιάς. Το ιστορικό αρχείο, μουσείο της Υδρας, ταξιδεύει τον επισκέπτη στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μέσα από μνημεία και μοναδικά κειμήλια και ευρήματα. Τα γραφικά σοκάκια, η μοναδική θέα από την αμφιθεατρική Υδρα και το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα, την κατατάσσουν στους πρώτους προορισμούς σε προτίμηση γνωστών καλλιτεχνών, αξιωματούχων και επιχειρηματιών από όλο τον κόσμο.
Η ιστορία
Χάρη στις άοκνες προσπάθειες του μητροπολίτη, της δημοτικής αρχής και του συνόλου των τοπικών παραγόντων, μια καινούργια θαλάσσια γραμμή, από την Πελοπόννησο και την περιοχή Μετόχι, εξυπηρετεί όχι μόνο τους μόνιμους κατοίκους, αλλά εκείνους που επιθυμούν να γνωριστούν με την ιστορία, τους ήρωες, και την παράδοση δια ξηράς. Το μοναδικό ίσως μέρος που η κυκλοφορία πάσης φύσεως τροχοφόρου είναι απαγορευμένη προσφέρει τη μοναδικότητα που αναζητά κάθε ταξιδιώτης.
Στην Υδρα διατηρεί ένα της κατάστημα, εκτός από αυτό στο Κολωνάκι, η Υδραία, γνωστή αργυροχρυσοχόος Ελενα Βότση, η οποία σχεδίασε για την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή τα μετάλλια των Ολυμπιακών αγώνων, που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα το 2004. Η κα Βότση, συνεντεύξεις της οποίας έχουν κάνει τον γύρο του κόσμου, αποτελεί μια ζωντανή
διαφήμιση για το γραφικό νησί από το οποίο κατάγεται και εξακολουθεί να αγαπά με πάθος.
Τα γραφικά σοκάκια, η μοναδική θέα από την αμφιθεατρική
Υδρα και το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα, την κατατάσσουν στους
Πρώτους προορισμούς.
Υδρα, το γραφικό νησίτου Αργοσαρωνικού, που... γοητεύει
Το πρόβλημα της ακτοπλοϊκής γραμμής παραμένει έντονο, αφού συμβατικό πλοίο δεν υπάρχει για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες
Αυξημένη κίνηση παρατηρείται, δυστυχώς, μόνο τα Σαββατοκύριακα,στα νησιά του Αργοσαρωνικού που αποτελούν και τους κοντινούς προορισμούς για τουςκατοίκους του λεκανοπεδίου.
Επιμέλεια: ΔΗΜΗΤΡΗΣΓ. ΑΛΦΙΕΡΗΣ
Τα νησιά με το μεγαλύτερο τουριστικό ενδιαφέρον μονοπωλούν ηΥδρα και οι Σπέτσες. Οι ολιγοήμερες διακοπές αποτελούν μικρές ανάσες απόδρασης από την καθημερινότητα, τις έννοιες και τα προβλήματα. Το πρόβλημα της ακτοπλοϊκής γραμμής παραμένει έντονο
και για τα δύο αυτά νησιά, αφού συμβατικό πλοίο δεν υπάρχει για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες, όχι μόνο των επισκεπτών αλλά και των μόνιμων κατοίκων, που τον χειμώνα απομονώνονται και αφήνονται στο έλεος του Θεού από την ένταση των μποφόρ. Οι έντονες, συντονισμένες και αλλεπάλληλες προσπάθειες από τις δημοτικές αρχές των νησιών προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας δεν απέδωσαν καρπούς, με τα μικρά ταχύπλοα σκάφη να μονοπωλούν τις γραμμές των δύο νησιών.
Οι επισκέπτες και οι κάτοικοι των Σπετσών εξυπηρετούνται διά ξηράς, αφού μόνο μερικές οργιές χωρίζουν το νησί από το Πόρτο Χέλι.
Υψηλό κόστος
Αυτοί που, τελικά, θα καταφέρουν να φτάσουν στο γραφικό νησί της Υδρας, πληρώνοντας περισσότερα από 50 ευρώ για ένα εισιτήριο με επιστροφή, θα απολαύσουν τη φυσική, άγρια ομορφιά της, την αρχοντική αρχιτεκτονική της και θα γνωρίσουν την πλούσια ιστορία της.
Το ιστορικό, καλοδιατηρημένο και πρόσφατα ανακαινισμένο, μοναστήρι της Υδρας στο κέντρο του λιμανιού ξυπνάει στους προσκυνητές ιστορικές μνήμες προκαλώντας δέος και κατάνυξη. Στον ίδιο χώρο φιλοξενείται το δημαρχείο και το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Μητροπόλεως Υδρας Σπετσών και Αιγίνης, έργο το οποίο πραγματοποιήθηκε με προτροπή του ητροπολίτη
Υδρας κ. Εφραίμ και εγκαινιάστηκε από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο.
Επισκέψεις
Τα έξι μοναστήρια στην περιφέρεια του νησιού, ανοιχτά στους επισκέπτες, αποτελούν ζωντανούς πνευματικούς πνεύμονες. Με τη μοναδική τους φιλοξενία, ο προσκυνητής γίνεται γνώστης της παραδοσιακής μοναχικής αρχοντιάς. Το ιστορικό αρχείο, μουσείο της Υδρας, ταξιδεύει τον επισκέπτη στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μέσα από μνημεία και μοναδικά κειμήλια και ευρήματα. Τα γραφικά σοκάκια, η μοναδική θέα από την αμφιθεατρική Υδρα και το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα, την κατατάσσουν στους πρώτους προορισμούς σε προτίμηση γνωστών καλλιτεχνών, αξιωματούχων και επιχειρηματιών από όλο τον κόσμο.
Η ιστορία
Χάρη στις άοκνες προσπάθειες του μητροπολίτη, της δημοτικής αρχής και του συνόλου των τοπικών παραγόντων, μια καινούργια θαλάσσια γραμμή, από την Πελοπόννησο και την περιοχή Μετόχι, εξυπηρετεί όχι μόνο τους μόνιμους κατοίκους, αλλά εκείνους που επιθυμούν να γνωριστούν με την ιστορία, τους ήρωες, και την παράδοση δια ξηράς. Το μοναδικό ίσως μέρος που η κυκλοφορία πάσης φύσεως τροχοφόρου είναι απαγορευμένη προσφέρει τη μοναδικότητα που αναζητά κάθε ταξιδιώτης.
Στην Υδρα διατηρεί ένα της κατάστημα, εκτός από αυτό στο Κολωνάκι, η Υδραία, γνωστή αργυροχρυσοχόος Ελενα Βότση, η οποία σχεδίασε για την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή τα μετάλλια των Ολυμπιακών αγώνων, που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα το 2004. Η κα Βότση, συνεντεύξεις της οποίας έχουν κάνει τον γύρο του κόσμου, αποτελεί μια ζωντανή
διαφήμιση για το γραφικό νησί από το οποίο κατάγεται και εξακολουθεί να αγαπά με πάθος.
Τα γραφικά σοκάκια, η μοναδική θέα από την αμφιθεατρική
Υδρα και το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα, την κατατάσσουν στους
Πρώτους προορισμούς.
Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010
Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010
Ο θρύλος της Ύδρας
Από την Κική Τριανταφύλλη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010
Τελευταία ενημέρωση: 28/08/2010 10:53
Λεύκωμα
Ένας τόμος με φωτογραφίες και φωτογραφικά κολάζ του Μπάμπη Μωρές, ιδιοκτήτη της διάσημης «Λαγουδέρας», ξαναζωντανεύει την εποχή της ανεμελιάς στην Ύδρα κατά τη δεκαετία του 1960.
Η Φαίδρα, μια φτωχή, πλην όμως ιδιαίτερα αισθησιακή σφουγγαρού, βουτάει στα νερά της Ύδρας και ανεβάζει το άγαλμα ενός μικρού παιδιού πάνω σε ένα δελφίνι, που λέγανε ότι είχε μαγικές ιδιότητες.
Είμαστε στο 1957, η σφουγγαρού Σοφία Λόρεν, πρωταγωνίστρια της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι», τραγουδάει στα ελληνικά «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» και φαίνεται ότι τόσο τα γυρίσματα όσο και η προβολή της ταινίας μαγεύουν τον κόσμο, αφού η αφρόκρεμα του διεθνούς τζετ σετ αρχίζει να καταφθάνει στο νησί.
Είναι αλήθεια ότι «Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, με την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν, που έκανε επίσης διεθνή καριέρα, είχε προηγηθεί της ταινίας του Γιαν Νεγκουλέσκο, ενώ ακολουθεί μια σειρά και άλλων –ελληνικών και ξένων– κινηματογραφικών ταινιών. «Φαίδρα», «Κορίτσια για φίλημα», «Oι γαμπροί της Ευτυχίας», «The sailor of Gibraltar», «Stranded», «The island of love» έχουν και αυτές για σκηνικό τους την Ύδρα.
Το 1959 ο Μπάμπης Μωρές ανοίγει τη «Λαγουδέρα». Η χρυσή εποχή της Ύδρας έχει μόλις αρχίσει. «Ήταν Υδραίος;» ρώτησα την κόρη του Σοφία Μωρές. «Καμία σχέση», μου απάντησε. «Μια εκδρομή στην Ύδρα μαζί με έναν φίλο του, τον σκηνοθέτη Βασίλη Μάρο, στάθηκε η αφορμή για να ερωτευτεί το νησί και έτσι έμεινε για πάντα εκεί».
O Μπάμπης Μωρές είχε γεννηθεί το 1922 στο Μεσολόγγι. O πατέρας του, οδοντίατρος στο επάγγελμα, από τη Σπάρτη, λεγόταν Μωραΐτης, κάποτε όμως βρέθηκε στην Αίγυπτο και εκεί το επίθετό του συντομεύτηκε σε Μωρές. Η μητέρα του, ποιήτρια Σοφία Λαζοπούλου, καταγόταν από τη Λάρισα και ήταν απόγονος του Γεωργάκη Oλύμπιου.
Πνεύμα ανοιχτό και ανήσυχο, ο Μπάμπης Μωρές παραιτήθηκε από το ταξιδιωτικό γραφείο στο οποίο δούλευε για να ανοίξει ένα πρωτοποριακό μπαράκι, το «Baby’s Bar», στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία», όπου σύχναζε όλη η κοσμική Αθήνα. Ένα χρόνο αργότερα, μετακόμισε στην Ύδρα. Η «Λαγουδέρα» έμελλε να αλλάξει τη ζωή του.
Τα επίσημα εγκαίνια του κλαμπ έγιναν το Μεγάλο Σάββατο, 2 Μαΐου του 1959, και από εκείνη τη στιγμή όλες οι διασημότητες της εποχής άρχισαν να συχνάζουν στα τραπέζια του. Oι τακτικοί θαμώνες της «Λαγουδέρας» ήταν πολιτικοί, καλλιτέχνες, βασιλιάδες, επιχειρηματίες και εφοπλιστές, αφού η Ύδρα είχε γίνει πλέον ο απόλυτος ταξιδιωτικός προορισμός της εποχής, εκτοπίζοντας το Σαν Ρέμο, το Κάπρι και το Πόρτο Φίνο που στο κάτω-κάτω δεν είχαν να επιδείξουν ένα παρόμοιο κέντρο διασκέδασης.
Oνόματα όπως Χένρι Φόντα, Πίτερ Oυστίνοφ, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Ζαν Μορό, Ίαν Μπανκς, Ντάγκλας Φέρμπανκς, Σοράγια, Χουάν Κάρλος, Λέοναρντ Κοέν, Μαρία Κάλλας, Αριστοτέλης Ωνάσης, Δημήτρης Μυράτ, Τζένη Καρέζη, Μελίνα Μερκούρη, Ζακλίν Κένεντι, Λι Ρατζιβίλ, Σοφοκλής Βενιζέλος, Μπριζίτ Μπαρντό, Ραλφ Βαλόνε, Τόνι Πέρκινς, Τζον Μιλς, Γκίντερ Ζακς φον Όπελ, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Τζον Λένον, Ρόλινγκ Στόουνς και αναρίθμητα άλλα φιγουράρουν συνεχώς ανάμεσα στους τακτικούς πελάτες του μαγαζιού. Πολλοί από αυτούς, μάλιστα, έρχονται μόνο και μόνο για να διασκεδάσουν στη «Λαγουδέρα».
Παλιότερα, το μακρόστενο πέτρινο κτίσμα που βρισκόταν στην άκρη της πόλης χρησίμευε για να φτιάχνουν βάρκες, γι’ αυτό και τα βασικά διακοσμητικά στοιχεία του κλαμπ ήταν οι βάρκες που ο Μωρές κρέμασε από το ταβάνι. Η διασκέδαση γινόταν με δίσκους στο γραμμόφωνο και το dress code ήταν ελεύθερο, οι θαμώνες φόραγαν από μαγιό μέχρι παπιγιόν. Πολλοί, μάλιστα, όταν έφταναν στο τσακίρ κέφι, έπεφταν με τα ρούχα στη θάλασσα, μια μόδα που καθιέρωσε ο ίδιος ο Μωρές.
Στη μία η ώρα τη νύχτα, τα φώτα της Ύδρας έκλειναν –τότε ακόμη η ηλεκτροδότηση του νησιού γινόταν με γεννήτρια– και άναβαν τα κεριά. Ωράριο δεν υπήρχε, συνήθως οι θαμώνες γλένταγαν μέχρι το πρωί και πολύ συχνά απολάμβαναν την ανατολή του ηλίου ξαπλωμένοι στους καναπέδες της «Λαγουδέρας». Τα σπιτικά πιάτα και οι μεζέδες της Σοφίας Μωρές, μητέρας του ιδιοκτήτη, η οποία είχε αναλάβει την κουζίνα τού εστιατορίου, ήταν επίσης βασικός συντελεστής της επιτυχίας της «Λαγουδέρας», που έγινε περιζήτητη και για το απλό αλλά πεντανόστιμο φαγητό της. O Μωρές είχε φτιάξει επίσης δύο πήλινα σκεύη, ένα πιατάκι και ένα κανατάκι, που έγραφαν επάνω «Λαγουδέρα». Στο πιατάκι έβαζε λίγο ψωμί και στο κανατάκι λίγο κρασί, αυτό ήταν το κέρασμά του σε όσους έφταναν στο νησί.
O ιδιοκτήτης της «Λαγουδέρας» αποδείχτηκε ότι ήταν ένας ευφυέστατος επιχειρηματίας. Τα σπίρτα τού μαγαζιού που προέτρεπαν τον κόσμο να πιει και να διασκεδάσει, τα πολυτελή μπρελόκ και τα δερμάτινα πορτοφόλια που έκανε δώρο το κατάστημα στους εκλεκτούς πελάτες του, μαζί με τα χιουμοριστικά βραβεία διασκέδασης που τύπωνε ο ίδιος, δείχνουν ότι ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και βασικά μαρτυρούν το μεράκι και τη φαντασία του. Κυρίως όμως ο Μωρές συνέβαλε στη δημιουργία και τη συντήρηση του μύθου της Ύδρας με τις φωτογραφίες του.
Ως γνήσιος παπαράτσι, γυρνούσε συνεχώς με μια κάμερα στο χέρι, κινηματογραφούσε και φωτογράφιζε τις διασημότητες που επισκέπτονταν το μαγαζί του και έστελνε κατόπιν την ανταπόκρισή του στον αθηναϊκό και το διεθνή Τύπο. Έτσι η Ύδρα πρωταγωνιστούσε συνεχώς στις κοσμικές σελίδες των εφημερίδων και οι διάσημοι πήγαιναν στη «Λαγουδέρα» όχι μόνο για να διασκεδάσουν αλλά και για να φωτογραφηθούν.
Τριάντα έξι χιλιάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες τράβηξε ο Μωρές που απεικονίζουν ολοζώντανη τη –χρυσή– περίοδο της ανεμελιάς από το 1959 μέχρι το 1967. Τα καλοκαίρια φωτογράφιζε και το χειμώνα ταξινομούσε το τεράστιο φωτογραφικό του αρχείο, κάνοντας κολάζ με συμβάντα, πρόσωπα, γυρίσματα ταινιών και σκηνές από τη «Λαγουδέρα».
Στα λευκώματά του έστηνε ολόκληρα υδραίικα σκηνικά με στιγμιότυπα από το νησί, σκηνές από το λιμάνι και από παρέες που διασκέδαζαν σε άλλα μαγαζιά, σε βάρκες και σε θαλαμηγούς, σκηνές με αφίξεις προσωπικοτήτων, βουτιές και βεβαίως πολλά όμορφα κορίτσια με μαγιό. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Μπάμπη Μωρές –πέθανε στο σπίτι του, στο Μαντράκι της Ύδρας–, το ανέκδοτο υλικό στάθηκε η αφορμή για την έκδοση ενός φωτογραφικού λευκώματος με μεγάλο ενδιαφέρον.
O τόμος «Λαγουδέρα - η χρυσή εποχή της Ύδρας 1959-1967», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο «Μίλητος», ξαναζωντανεύει τη χρυσή δεκαετία της Ύδρας. Τα μικρά κείμενα που συνοδεύουν τις φωτογραφίες έγραψε ο Θεόδωρος Ρουμπάνης, φίλος, πελάτης του Μωρές και κατοπινός ιδιοκτήτης, και ο ίδιος, του κλαμπ από το 1989 μέχρι το 1997, οπότε η «Λαγουδέρα» έκλεισε οριστικά.
Από την Κική Τριανταφύλλη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010
Τελευταία ενημέρωση: 28/08/2010 10:53
Λεύκωμα
Ένας τόμος με φωτογραφίες και φωτογραφικά κολάζ του Μπάμπη Μωρές, ιδιοκτήτη της διάσημης «Λαγουδέρας», ξαναζωντανεύει την εποχή της ανεμελιάς στην Ύδρα κατά τη δεκαετία του 1960.
Η Φαίδρα, μια φτωχή, πλην όμως ιδιαίτερα αισθησιακή σφουγγαρού, βουτάει στα νερά της Ύδρας και ανεβάζει το άγαλμα ενός μικρού παιδιού πάνω σε ένα δελφίνι, που λέγανε ότι είχε μαγικές ιδιότητες.
Είμαστε στο 1957, η σφουγγαρού Σοφία Λόρεν, πρωταγωνίστρια της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι», τραγουδάει στα ελληνικά «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» και φαίνεται ότι τόσο τα γυρίσματα όσο και η προβολή της ταινίας μαγεύουν τον κόσμο, αφού η αφρόκρεμα του διεθνούς τζετ σετ αρχίζει να καταφθάνει στο νησί.
Είναι αλήθεια ότι «Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, με την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν, που έκανε επίσης διεθνή καριέρα, είχε προηγηθεί της ταινίας του Γιαν Νεγκουλέσκο, ενώ ακολουθεί μια σειρά και άλλων –ελληνικών και ξένων– κινηματογραφικών ταινιών. «Φαίδρα», «Κορίτσια για φίλημα», «Oι γαμπροί της Ευτυχίας», «The sailor of Gibraltar», «Stranded», «The island of love» έχουν και αυτές για σκηνικό τους την Ύδρα.
Το 1959 ο Μπάμπης Μωρές ανοίγει τη «Λαγουδέρα». Η χρυσή εποχή της Ύδρας έχει μόλις αρχίσει. «Ήταν Υδραίος;» ρώτησα την κόρη του Σοφία Μωρές. «Καμία σχέση», μου απάντησε. «Μια εκδρομή στην Ύδρα μαζί με έναν φίλο του, τον σκηνοθέτη Βασίλη Μάρο, στάθηκε η αφορμή για να ερωτευτεί το νησί και έτσι έμεινε για πάντα εκεί».
O Μπάμπης Μωρές είχε γεννηθεί το 1922 στο Μεσολόγγι. O πατέρας του, οδοντίατρος στο επάγγελμα, από τη Σπάρτη, λεγόταν Μωραΐτης, κάποτε όμως βρέθηκε στην Αίγυπτο και εκεί το επίθετό του συντομεύτηκε σε Μωρές. Η μητέρα του, ποιήτρια Σοφία Λαζοπούλου, καταγόταν από τη Λάρισα και ήταν απόγονος του Γεωργάκη Oλύμπιου.
Πνεύμα ανοιχτό και ανήσυχο, ο Μπάμπης Μωρές παραιτήθηκε από το ταξιδιωτικό γραφείο στο οποίο δούλευε για να ανοίξει ένα πρωτοποριακό μπαράκι, το «Baby’s Bar», στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία», όπου σύχναζε όλη η κοσμική Αθήνα. Ένα χρόνο αργότερα, μετακόμισε στην Ύδρα. Η «Λαγουδέρα» έμελλε να αλλάξει τη ζωή του.
Τα επίσημα εγκαίνια του κλαμπ έγιναν το Μεγάλο Σάββατο, 2 Μαΐου του 1959, και από εκείνη τη στιγμή όλες οι διασημότητες της εποχής άρχισαν να συχνάζουν στα τραπέζια του. Oι τακτικοί θαμώνες της «Λαγουδέρας» ήταν πολιτικοί, καλλιτέχνες, βασιλιάδες, επιχειρηματίες και εφοπλιστές, αφού η Ύδρα είχε γίνει πλέον ο απόλυτος ταξιδιωτικός προορισμός της εποχής, εκτοπίζοντας το Σαν Ρέμο, το Κάπρι και το Πόρτο Φίνο που στο κάτω-κάτω δεν είχαν να επιδείξουν ένα παρόμοιο κέντρο διασκέδασης.
Oνόματα όπως Χένρι Φόντα, Πίτερ Oυστίνοφ, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Ζαν Μορό, Ίαν Μπανκς, Ντάγκλας Φέρμπανκς, Σοράγια, Χουάν Κάρλος, Λέοναρντ Κοέν, Μαρία Κάλλας, Αριστοτέλης Ωνάσης, Δημήτρης Μυράτ, Τζένη Καρέζη, Μελίνα Μερκούρη, Ζακλίν Κένεντι, Λι Ρατζιβίλ, Σοφοκλής Βενιζέλος, Μπριζίτ Μπαρντό, Ραλφ Βαλόνε, Τόνι Πέρκινς, Τζον Μιλς, Γκίντερ Ζακς φον Όπελ, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Τζον Λένον, Ρόλινγκ Στόουνς και αναρίθμητα άλλα φιγουράρουν συνεχώς ανάμεσα στους τακτικούς πελάτες του μαγαζιού. Πολλοί από αυτούς, μάλιστα, έρχονται μόνο και μόνο για να διασκεδάσουν στη «Λαγουδέρα».
Παλιότερα, το μακρόστενο πέτρινο κτίσμα που βρισκόταν στην άκρη της πόλης χρησίμευε για να φτιάχνουν βάρκες, γι’ αυτό και τα βασικά διακοσμητικά στοιχεία του κλαμπ ήταν οι βάρκες που ο Μωρές κρέμασε από το ταβάνι. Η διασκέδαση γινόταν με δίσκους στο γραμμόφωνο και το dress code ήταν ελεύθερο, οι θαμώνες φόραγαν από μαγιό μέχρι παπιγιόν. Πολλοί, μάλιστα, όταν έφταναν στο τσακίρ κέφι, έπεφταν με τα ρούχα στη θάλασσα, μια μόδα που καθιέρωσε ο ίδιος ο Μωρές.
Στη μία η ώρα τη νύχτα, τα φώτα της Ύδρας έκλειναν –τότε ακόμη η ηλεκτροδότηση του νησιού γινόταν με γεννήτρια– και άναβαν τα κεριά. Ωράριο δεν υπήρχε, συνήθως οι θαμώνες γλένταγαν μέχρι το πρωί και πολύ συχνά απολάμβαναν την ανατολή του ηλίου ξαπλωμένοι στους καναπέδες της «Λαγουδέρας». Τα σπιτικά πιάτα και οι μεζέδες της Σοφίας Μωρές, μητέρας του ιδιοκτήτη, η οποία είχε αναλάβει την κουζίνα τού εστιατορίου, ήταν επίσης βασικός συντελεστής της επιτυχίας της «Λαγουδέρας», που έγινε περιζήτητη και για το απλό αλλά πεντανόστιμο φαγητό της. O Μωρές είχε φτιάξει επίσης δύο πήλινα σκεύη, ένα πιατάκι και ένα κανατάκι, που έγραφαν επάνω «Λαγουδέρα». Στο πιατάκι έβαζε λίγο ψωμί και στο κανατάκι λίγο κρασί, αυτό ήταν το κέρασμά του σε όσους έφταναν στο νησί.
O ιδιοκτήτης της «Λαγουδέρας» αποδείχτηκε ότι ήταν ένας ευφυέστατος επιχειρηματίας. Τα σπίρτα τού μαγαζιού που προέτρεπαν τον κόσμο να πιει και να διασκεδάσει, τα πολυτελή μπρελόκ και τα δερμάτινα πορτοφόλια που έκανε δώρο το κατάστημα στους εκλεκτούς πελάτες του, μαζί με τα χιουμοριστικά βραβεία διασκέδασης που τύπωνε ο ίδιος, δείχνουν ότι ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και βασικά μαρτυρούν το μεράκι και τη φαντασία του. Κυρίως όμως ο Μωρές συνέβαλε στη δημιουργία και τη συντήρηση του μύθου της Ύδρας με τις φωτογραφίες του.
Ως γνήσιος παπαράτσι, γυρνούσε συνεχώς με μια κάμερα στο χέρι, κινηματογραφούσε και φωτογράφιζε τις διασημότητες που επισκέπτονταν το μαγαζί του και έστελνε κατόπιν την ανταπόκρισή του στον αθηναϊκό και το διεθνή Τύπο. Έτσι η Ύδρα πρωταγωνιστούσε συνεχώς στις κοσμικές σελίδες των εφημερίδων και οι διάσημοι πήγαιναν στη «Λαγουδέρα» όχι μόνο για να διασκεδάσουν αλλά και για να φωτογραφηθούν.
Τριάντα έξι χιλιάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες τράβηξε ο Μωρές που απεικονίζουν ολοζώντανη τη –χρυσή– περίοδο της ανεμελιάς από το 1959 μέχρι το 1967. Τα καλοκαίρια φωτογράφιζε και το χειμώνα ταξινομούσε το τεράστιο φωτογραφικό του αρχείο, κάνοντας κολάζ με συμβάντα, πρόσωπα, γυρίσματα ταινιών και σκηνές από τη «Λαγουδέρα».
Στα λευκώματά του έστηνε ολόκληρα υδραίικα σκηνικά με στιγμιότυπα από το νησί, σκηνές από το λιμάνι και από παρέες που διασκέδαζαν σε άλλα μαγαζιά, σε βάρκες και σε θαλαμηγούς, σκηνές με αφίξεις προσωπικοτήτων, βουτιές και βεβαίως πολλά όμορφα κορίτσια με μαγιό. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Μπάμπη Μωρές –πέθανε στο σπίτι του, στο Μαντράκι της Ύδρας–, το ανέκδοτο υλικό στάθηκε η αφορμή για την έκδοση ενός φωτογραφικού λευκώματος με μεγάλο ενδιαφέρον.
O τόμος «Λαγουδέρα - η χρυσή εποχή της Ύδρας 1959-1967», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο «Μίλητος», ξαναζωντανεύει τη χρυσή δεκαετία της Ύδρας. Τα μικρά κείμενα που συνοδεύουν τις φωτογραφίες έγραψε ο Θεόδωρος Ρουμπάνης, φίλος, πελάτης του Μωρές και κατοπινός ιδιοκτήτης, και ο ίδιος, του κλαμπ από το 1989 μέχρι το 1997, οπότε η «Λαγουδέρα» έκλεισε οριστικά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)